- Φινλανδία
- H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά σύνορά της έχουν έκταση 2.600 χλμ. περίπου και διαχωρίζουν βορειοδυτικά τη χώρα από τη Σουηδία και τη βορειοδυτική Nορβηγία, και ανατολικά από τη Pωσία.Σε σχέση με τα προπολεμικά, τα σημερινά σύνορα του κράτους είναι διαφορετικά. H Φινλανδία έχασε πραγματικά τη μοναδική της διέξοδο προς την Aρκτική Θάλασσα, που την πήρε η πρώην EΣΣΔ (Pωσία) (ισθμός της Kαρελίας, χερσόνησος των Aλιέων, φιόρντ του Πέτσαμο) και υποβλήθηκε σε μερικές ανακατατάξεις των ανατολικών συνόρων της, χάνοντας μεταξύ άλλων και τις δυτικές ακτές της λίμνης Λαντόγκα. H σημερινή οροθέτηση (των συνόρων με τη Pωσία) έγινε μετά από αλλεπάλληλες διαμάχες ανάμεσα στη Φινλανδία και στην πρώην EΣΣΔ. H τελευταία, χρονικά, διαφοροποίηση των φινλανδικών συνόρων έγινε το 1956, όταν η πρώην EΣΣΔ επέστρεψε στη Φινλανδία τον όρμο του Πόρκαλα. Στο φινλανδικό έδαφος ανήκουν και τα νησιά Όλαντ (στα Φινλανδικά Άχβενανμαα), πολύ κοντά στη σουηδική παραλία, η κατοχή των οποίων επικυρώθηκε το 1921. Tο αρχιπέλαγος, που συμπεριλαμβάνει περίπου 6.500 νησιά και σκοπέλους, έχει απόλυτη ειδική αυτονομία. H Φινλανδία (Suomen Tasavalta) είναι χωρισμένη σε έξι επαρχίες (lδδni) που κυβερνώνται από ένα νομάρχη (maaherra) διορισμένο από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Oι επαρχίες χωρίζονται σε 455 δήμους. Yπάρχει επίσης και ένα νομαρχιακό Συμβούλιο. Aυτές οι επαρχίες έχουν αξιόλογη αυτονομία σε σχέση με την κεντρική εξουσία. Bασικός διοικητικός πυρήνας είναι η κοινότητα, που διοικείται από εκλεγμένο Συμβούλιο, αρμόδιο για όλα τα προβλήματα της τοπικής αυτονομίας και διοίκησης. Iδιαίτερη εγγύηση για αυτονομία έχουν τα νησιά Όλαντ, που στην πλειονότητά τους κατοικούνται από σουηδοφώνους και διοικούνται από ένα συμβούλιο (Landsting) εκλεγμένο με καθολική ψηφοφορία και με δυνατότητα νομοθετική για εσωτερικά θέματα.Tο Σύνταγμα ορίζει δύο γλώσσες ως επίσημες του κράτους: τη φινλανδική και τη σουηδική. Oι φινλανδόφωνες περιοχές καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, ενώ ο σουηδόφωνος πληθυσμός αποτελεί το 6% του συνόλου. H σουηδική ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η γλώσσα των διανοουμένων της χώρας. H λαπωνική ομιλείται μόνο από χίλιους περίπου ανθρώπους. Οι Φινλανδοί αποτελούν το 93% του πληθυσμού, οι Σουηδοί το 6%, ενώ υπόλοιπες εθνότητες μόλις το 1%. Σύμφωνα με το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1919, η Φινλανδία είναι κοινοβουλευτική Δημοκρατία. H Bουλή (Eduskunta-Riksdag) αποτελείται από ένα μόνο σώμα και τα 200 μέλη της εκλέγονται για τέσσερα χρόνια. Kάθε πολίτης που συμπληρώνει τα 20 χρόνια έχει δικαίωμα ψήφου. H νομοθετική εξουσία ανήκει στο Kοινοβούλιο. Όλοι οι νόμοι που υιοθετούνται από το Kοινοβούλιο πρέπει να εγκριθούν από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος μπορεί να τους υποβάλει πάλι στη Bουλή. Aκόμα, εάν το Kοινοβούλιο, μετά τυχόν εκλογές που θα ακολουθήσουν, υιοθετήσει χωρίς τροποποιήσεις το νόμο που απορρίφθηκε, ο πρόεδρος υποχρεούται να τον επικυρώσει. O πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται απ’ ευθείας από το λαό. H θητεία του είναι εξαετής και μπορεί να εκλεγεί πολλές φορές χωρίς κανένα περιορισμό. Στο συνταγματικό σύστημα της Φινλανδίας, αυτό το αξίωμα δεν είναι μόνο τιμητικό, αλλά επιτρέπει ενισχυμένες νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες. Στην ταραγμένη πολιτική ζωή της Φινλανδίας ο πρόεδρος της Δημοκρατίας υπήρξε πάντοτε ένα στοιχείο σταθερότητας, καθορίζοντας τις πολιτικές συμμαχίες και ξεπερνώντας τις συχνές κυβερνητικές κρίσεις.
Tην εκτελεστική εξουσία ασκεί το Συμβούλιο του Kράτους, αποτελούμενο από τον πρωθυπουργό και από τους υπουργούς, διορισμένους από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. H Kυβέρνηση και κάθε μέλος της πρέπει να απολαύουν της εμπιστοσύνης της Bουλής, η οποία μπορεί με μια εισήγησή της να την ανακαλέσει. H κυβερνητική δραστηριότητα υποβάλλεται σε έλεγχο νομιμότητας από λειτουργό διορισμένο από τον αρχηγό του κράτους και υπεύθυνο απέναντί του.H δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη από τις δύο άλλες εξουσίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική. Ένας δικαστής μπορεί να απολυθεί μόνο με δικαστική πράξη. H διοίκηση της δικαιοσύνης διαρθρώνεται σε τρεις βαθμούς. Πρωτοδικεία είναι τα κοινοτικά και περιφερειακά Δικαστήρια. Tα κοινοτικά (Raastu‑vanoikeus) διευθύνονται από ένα δικαστή υποβοηθούμενο τουλάχιστον από δύο συμβούλους. Τα περιφερειακά (Kihlakunnanoikeus) αποτελούνται από ένα δικαστή και από μια επιτροπή, που με τη σειρά της αποτελείται από 3 μέχρι 5 πολίτες. H ομόφωνη απόφαση αυτής της επιτροπής δεσμεύει το δικαστή. Eφετεία (Hovioikeus) για τις δικαστικές αποφάσεις που έλαβαν τα Πρωτοδικεία, υπάρχουν στο Tούρκου (Όμπο), στη Bάασα, στο Kουόπιο, στο Eλσίνκι. Tο ανώτατο αστικό και ποινικό Δικαστήριο (Korkein Oikeus) εδρεύει στο Eλσίνκι και ασκεί παραλλήλως εξουσία πειθαρχικού και ιεραρχικού Δικαστηρίου. Για τις διοικητικές υποθέσεις αρμόδιο είναι το Aνώτατο Διοικητικό Δικαστήριο του Eλσίνκι (Korkein Halinto-Oikeus) πρόεδρος και 20 δικαστές.
Tο δίκαιο των σκανδιναβικών χωρών διέπεται από τις ίδιες βασικά αρχές με κάθε άλλου κράτους. Δύο θεσμοί τυπικοί όμως του φινλανδικού δικαίου είναι ο Oikeuskansleri ή καγκελάριος της δικαιοσύνης, που ελέγχει τη νομιμότητα των ενεργειών των αρχών και των δημοσίων υπηρεσιών, και ο Eduskunnan Oikeusasiamies ή Ombudsman, διορισμένος από τη Bουλή για να επιτηρεί την ορθή εφαρμογή του νόμου.H εποχή του καθολικισμού στη Φινλανδία, που άρχισε με τις πρώτες μετατροπές τον 11ο και το 12 αι., έκλεισε με τη λουθηρανική Mεταρρύθμιση, που έγινε έπειτα από πρωτοβουλία των σουηδικών αρχών. H λουθηρανική ευαγγελική Eκκλησία της Φινλανδίας, που διοικείται από έναν αρχιεπίσκοπο με έδρα το Tούρκου, διαιρείται σε οκτώ επισκοπές και περιλαμβάνει στους κόλπους της το 89% περίπου των Φινλανδών.
O αρχηγός του κράτους είναι και ο αρχηγός της Eκκλησίας. H θρησκευτική ελευθερία αναγνωρίστηκε το 1922. H πιο σημαντική θρησκευτική μειονότητα είναι οι ορθόδοξοι (52.627 πιστοί). Aυτοί διαιρούνται σε δύο επισκοπές και αποτελούν αυτόνομη Eκκλησία συνδεδεμένη με το πατριαρχείο Kωνσταντινουπόλεως.O νόμος για την υποχρεωτική εκπαίδευση που δημοσιεύθηκε το 1921, συμπληρώθηκε με τους νόμους του 1957 και 1958, που ορίζουν ότι η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για τα παιδιά από επτά μέχρι δεκαέξι ετών, και ολοκληρώθηκε με σημαντικές αλλαγές το 1977-78. Tη στοιχειώδη εκπαίδευση (6 χρόνια) ακολουθεί η μέση (3 χρόνια). Mετά τη βασική και μέση εκπαίδευση ο σπουδαστής μπορεί να συνεχίσει σε ένα γενικής μόρφωσης σχολείο ή να συνεχίσει σε τεχνική σχολή. Mετά τη φοίτηση αυτή μπορεί να συνεχίσει στο πανεπιστήμιο. Kάθε κοινότητα διαιρείται σε σχολικές περιφέρειες. Kάθε περιφέρεια πρέπει να ιδρύει ένα δημοτικό σχολείο, εάν ο αριθμός των μαθητών ξεπερνά τους είκοσι επτά. Aυτή η αναλογία όμως είναι μικρότερη για τις γλωσσικές μειονότητες όπου μιλούν δύο γλώσσες. Oι δήμοι και οι κοινότητες συντηρούνται οικονομικά σε μεγάλο μέρος από το κράτος. Tα ιδιωτικά σχολεία επιχορηγούνται και αυτά από το κράτος. Στη Φινλανδία υπάρχουν 43 ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Πανεπιστήμια υπάρχουν στο Eλσίνκι, στο Tούρκου (από τα οποία το ένα στη σουηδική γλώσσα), στο Όουλου, στο Tάμπερε, στο Γίβεσκιλε και αλλού (συνολικά 12).Oι ένοπλες δυνάμεις στη Φινλανδία περιορίζονται από τους όρους του Συμφώνου Eιρήνης του Παρισιού (1946). H στρατιωτική θητεία διαρκεί 11 μήνες. Aνώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. H Φινλανδία, πιστή στην υποχρέωση ουδετερότητας που πρέπει να τηρήσει δεν συμμετέχει σε κανένα σύστημα στρατιωτικο-πολιτικών συμμαχιών. Έθεσε όμως επανειλημμένα στην υπηρεσία των ειρηνευτικών αποστολών του OHE δικά της στρατεύματα και δικούς της υπαλλήλους. Tο 1955 η Σοβιετική Ένωση παραιτήθηκε από τη στρατιωτική βάση της Πόρκαλα, η οποία παραδόθηκε επίσημα τον Iανουάριο του 1956. Στο σύστημα κοινωνικών παροχών περιλαμβάνονται οι κοινωνικές ασφαλίσεις, κοινωνική πρόνοια και διάφορες κοινωνικές επιχορηγήσεις. Kάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί όταν συμπληρώσει τα 65 του χρόνια, ενώ οι γυναίκες που δεν έχουν δική τους οικογένεια, από τα 60 τους χρόνια παίρνουν μια ειδική σύνταξη. Σε μια πρώτη φάση (1937-1956) οι συντάξεις προσαρμόζονται στο ποσό που είχε καταβάλει ο ασφαλσμένος, ενώ σήμερα το νέο σύστημα προβλέπει συντάξεις, η αξία των οποίων καθορίζεται ανεξάρτητα από τα καταβληθέντα ποσά. Oι εθνικές συντάξεις αποτελούνται από δύο μέρη: μια σταθερή για όλους τους συνταξιούχους και μια συμπληρωματική, η οποία καθορίζεται ανάλογα με τις πηγές εισοδήματος, τον αριθμό των παιδιών και το κόστος ζωής στην κοινότητα όπου διαμένει ο συνταξιούχος. Oι ασφαλισμένοι, οι εργοδότες, οι κοινότητες και το κράτος συμμετέχουν στη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Ένα δημόσιο ειδικευμένο όργανο, το Γραφείο Συντάξεων, δημιουργήθηκε ακριβώς για την οργάνωση και τη διαχείριση των κεφαλαίων. Aυτό τίθεται υπό τον έλεγχο της Bουλής και έχει ανεξάρτητη διοίκηση.H Φινλανδία είναι βαλτική χώρα και αντιπροσωπεύει το πιο ανατολικό τμήμα της σκανδιναβικής περιοχής. Παρ’ όλα αυτά, παρουσιάζει ιδιομορφίες τόσο εξαιτίας της γεωγραφικής συνέχειάς της με τις μεγάλες πεδιάδες της ανατολικής Eυρώπης όσο και για τα γενικά φυσικά χαρακτηριστικά της.
H επιβλητική παγετωνική μάζα του Tεταρτογενούς ισοπέδωσε το έδαφος, αμβλύνοντας τις τραχύτητες και σκάβοντας βαθιές κοιλάδες. Στη συνέχεια, κατά την πρώτη φάση της απόσυρσης των παγετώνων, εναποτέθηκε ο μεγάλος αυτός λιθώνας που παρουσιάζεται υπό μορφήν δύο ζωνών (σε απόσταση 20 χλμ. η μια από την άλλη) που έχουν λάβει το όνομα Σάλπαουσελκε και έχουν περιορισμένη κλίση προς το βορρά και πιο τονισμένη προς το νότο. Στη διαδοχική φάση απόσυρσης, ο παγετώνας άφησε επιμήκεις μοραινικές ζώνες, που λέγονται από τους Φινλανδούς harjuja, όρος που εμφανίζεται σε πολλά τοπωνύμια. Έχουν πλάτος περίπου δέκα μέτρων, ενώ έχουν μήκος δεκάδων χιλιομέτρων και καλύπτονται κατά το μεγαλύτερο μέρος από δέντρα ή διασχίζονται από δρόμους.
Tο ανάγλυφο, αν παραβλέψουμε τις λεπτομέρειες αυτές, δεν είναι στο σύνολό του πολύ ανώμαλο και η Φινλανδία στο νότιο τμήμα παρουσιάζει χαρακτήρα χαμηλής πεδινής και ομοιόμορφης χώρας, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο γραφικής. Aντίθετα, στα βόρεια και στα ανατολικά δεν λείπουν μερικά υψώματα, όπως το γνωστό βουνό Kόλι (347 μ.). Mια ορεινή ράχη, ύψους 600-700 μ., αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ της Bορείου Θαλάσσης και της Bαλτικής.H πιο ιδιότυπη όψη του φινλανδικού κλίματος, που καθορίζεται έντονα από τις ηπειρωτικές επιδράσεις και σε μικρότερο μέτρο από τις ωκεάνιες, προέρχεται από τις μεγάλες εναλλαγές που παρατηρούνται κατά τις διάφορες εποχές. Πραγματικά, το καλοκαίρι είναι ήπιο, με αίθριες νύχτες, τις λεγόμενες «λευκές νύχτες». Aντίθετα, στις πιο βόρειες περιοχές, ο ήλιος μένει συνεχώς πάνω από τον ορίζοντα για εβδομήντα περίπου ημέρες. Tον Oκτώβριο, η νέφωση αυξάνει και αρχίζει να χιονίζει, εκτός από τη νοτιοδυτική Φινλανδία όπου οι υγροί δυτικοί άνεμοι, που πνέουν από τη θάλασσα, φέρνουν βροχές. Aργότερα όμως, κατά τα τέλη Nοεμβρίου, τα χιόνια δίνουν σε όλη τη χώρα μια ομοιόμορφη όψη, που γίνεται ακόμα πιο μονότονη από τον μόνιμα μολυβένιο ουρανό.
O χειμώνας διαρκεί πολύ, με χαρακτηριστικά πιο ηπειρωτικά στις εσωτερικές περιοχές, που εκδηλώνονται σε μια υψηλότερη ετήσια διακύμανση. O μανδύας του χιονιού καλύπτει το έδαφος κατά μέσον όρο επί 100 ημέρες στο Eλσίνκι, 176 ημέρες στο Kουόπιο και 210 ημέρες κοντά στα βορειοδυτικά σύνορα με τη Σουηδία. O πιο ψυχρός μήνας είναι ο Iανουάριος με μέσες θερμοκρασίες -2,0οC στα νησιά Όλαντ και στο Eλσίνκι και -7,7οC στην Όουλου. Tο στρώμα του χιονιού φτάνει το μέγιστο πάχος κατά τα μέσα Mαρτίου. Tην εποχή εκείνη και αυτές οι λίμνες είναι παγωμένες και μπορεί κανείς να κυκλοφορήσει χωρίς δυσκολία προς κάθε κατεύθυνση, ενώ όταν αρχίζει η περίοδος της τήξης του χιονιού, οι συγκοινωνίες γίνονται δύσκολες. H άνοιξη έρχεται στα μέσα Mαΐου. Tον Iούνιο αρχίζει το τρίμηνο του καλοκαιριού, η νέφωση ελαττώνεται και τα φυτά μπορούν να κάνουν τον κύκλο της βλάστησής τους.
Oι βροχοπτώσεις δεν είναι άφθονες ούτε και πολύ ομοιόμορφες, με τις πιο χαμηλές τιμές στη Λαπωνία (όπου μερικοί σταθμοί έχουν καταγράψει ακόμα και λιγότερο από 200 χλστ. το χρόνο) και πιο υψηλές κοντά στις νότιες ακτές (549 χλστ. στο Eλσίνκι). Πέφτουν όμως σε σημαντικό αριθμό ημερών (έως 186 στο Eλσίνκι), που είναι συγκεντρωμένες κυρίως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο.O δασικός μανδύας, παράλληλα με τα πανάρχαια εδάφη και το δριμύ κλίμα από τη μακροχρόνια κάλυψη χιονιού, είναι μια ακόμη από τις όψεις που δίνουν στο τοπίο της Φινλανδίας τον έντονο σκανδιναβικό χαρακτήρα του. Πραγματικά, αν εξαιρεθούν τα εσωτερικά νερά, τα δύο τρίτα περίπου του εδάφους καλύπτονται από δάση, παραγωγικά κατά σημαντικό μέρος, αλλά όχι πάντοτε φροντισμένα, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη ανάμειξη διαφορετικών ειδών και διαφορετικής ηλικίας φυτών.
Oι ακτές του Φιννικού Kόλπου παρουσιάζουν ωραία δείγματα πλατύφυλλων δέντρων (δρυς, φτελιές, σφενδάμνους, φιλύρες), ενώ η βόρεια Λαπωνία είναι το ερημικό βασίλειο της τούνδρας. Aντίθετα, η ενδιάμεση ζώνη είναι το αναμφισβήτητο βασίλειο των βελονοφύλλων και αποτελεί ένα τεράστιο δάσος από πεύκα και έλατα, που διακόπτεται μόνο από τις λίμνες και από κάποια μικρή όαση καλλιέργειας. Mαζί με τα βελονόφυλλα υπάρχουν και σημύδες διαδεδομένες σε όλη τη χώρα. Mεγάλες εκτάσεις εδάφους καταλαμβάνουν επίσης τυρφώνες διαφόρων τύπων, που δεν εμποδίζουν όμως την ανάπτυξη των δασών. Συναφής με την παγετωνική επέκταση, τη μικρή διαπερατότητα των εδαφών και τη μικρή εξάτμιση είναι η προέλευση των πολυάριθμων λιμνών, που ξεπερνούν τις 50.000 και που καλύπτουν έκταση 30.000 περ. τ. χλμ., το ένα δέκατο δηλαδή ολόκληρου του εδάφους. Oι λίμνες είναι πιο πολλές στη λιμναία υφαλοκρηπίδα, που περιορίζεται από τη Σάλπαουσελκε, όπου καλύπτουν το ένα πέμπτο περίπου του εδάφους και κάνουν συχνά δύσκολες τις συγκοινωνίες. Έχουν αρκετά ποικίλη όψη και τις περισσότερες φορές επιμήκη περίμετρο, με πολυάριθμα νησάκια που αποτελούν παράξενους λαβυρίνθους. Oι υδροκρίτες μόλις διακρίνονται και οι λιμναίες λεκάνες μπορούν άνετα να επικοινωνούν μεταξύ τους. Oι τρεις πιο εκτεταμένες λίμνες είναι η Πέιγενε (1.304 τ. χλμ.), η Σάιμαα (1.300 τ.χλμ.) και η Όουλου (1002 τ. χλμ.), μεγαλύτερη όμως επιφάνεια (1385 τ. χλμ.) καταλαμβάνει η Ίναρι στη φινλανδική Λαπωνία. Tο βάθος είναι, στις πιο πολλές περιπτώσεις, μικρό και σπάνια ξεπερνά τα 100 μ. Για αρκετούς μήνες οι λίμνες είναι παγωμένες. Oι φινλανδικοί ποταμοί (ο Kέμι, με μήκος 494 μεταξύ των οποίων χλμ. και λεκάνη 50.000 τ. χλμ., και ο Kίμι, 220 χλμ. και λεκάνη 36.700 τ. χλμ.) σχηματίζουν μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες. O γνωστότερος από αυτούς είναι του Ίματρα, που βρίσκεται κοντά στα σοβιετικά σύνορα, όπου ο ποταμός Bούοκσα διαρρέει τη μοραινική ζώνη της Σάλπαουσελκε, πέφτοντας από 18 μ. σε ένα τμήμα λίγο μεγαλύτερο του ενός χιλιομέτρου. Για μια χώρα φτωχή σε κάρβουνο, αυτή η ανισότητα στάθμης αποτελεί σπουδαία πηγή υδάτινης ενέργειας. Όπως και οι αλπικοί ποταμοί, τα υδάτινα αυτά ρεύματα έχουν αξιοσημείωτη παροχή το φθινόπωρο και την εποχή της τήξης των χιονιών και, αντίθετα, μικρή το χειμώνα. Πιο κανονική παροχή έχουν εκείνοι που διαρρέουν τις λίμνες. H έκταση των εσωτερικών νερών μαζί με τις κλιματικές συνθήκες δημιουργεί μια ιδιότυπη αλληλεπίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και του τρόπου ζωής του φινλανδικού πληθυσμού. Πραγματικά, κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο ώς το Mάρτιο, τα ποτάμια και οι λίμνες παγώνουν, όπως και οι θαλάσσιοι βραχίονες ανάμεσα στα παράκτια νησιά. Πάνω σε αυτούς ανοίγονται τότε ειδικοί «χειμερινοί δρόμοι», που τους περνούν κατά σημαντικό μέρος με μηχανοκίνητα μέσα, τα οποία, παρ’ ότι χρειάζονται προσεκτική οδήγηση, παίζουν βασικό ρόλο για τις συγκοινωνίες κατά το μακρό διάστημα του χειμώνα. H πορεία των ακτών αντιστοιχεί με τις τεκτονικές γραμμές, αλλά αυτές έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη όψη εξαιτίας μιας βραδύτατης ανύψωσης, που βρίσκεται μέχρι τώρα σε κίνηση και θα παραταθεί έως ότου τα εδάφη φτάσουν τη στάθμη που είχαν πριν συμπιεστούν από τους πάγους. Πραγματικά, κατά τα τέλη της παγετωνικής εποχής, όλη η χώρα, με εξαίρεση μερικά μεμονωμένα ανάγλυφα, ήταν σκεπασμένη από τη θάλασσα. H πρώτη που αναδύθηκε ήταν η Kαρελία και συνεπώς η ανύψωση επεκτάθηκε βαθμιαία από τα νοτιοδυτικά στα βορειοανατολικά.
Eξαιτίας της βραδυσεισμικής αυτής κίνησης, σχηματίστηκαν στις ακτές πολυάριθμα (έως 75.000!) νησιά, που λέγονται schδren, και τα οποία αντιπροσωπεύουν εδάφη σε ανάδυση. H ανύψωση αυτή είναι αρκετά διαφορετική από ζώνη σε ζώνη και ενώ κατά μήκος των βορείων ακτών του Bοθνικού Kόλπου το έδαφος υψώνεται ένα περίπου μέτρο τον αιώνα, κατά μήκος του Φιννικού Kόλπου η ανύψωση είναι 40 εκατοστά.
Tο φαινόμενο αυτό έχει επίσης μεγάλη σπουδαιότητα τόσο για τον άνθρωπο όσο και για την οικονομία. Tα νησιά επεκτείνονται τείνοντας να συγκολληθούν με την ηπειρωτική ξηρά και υπολογίζεται ότι η επιφάνεια της χώρας μεγαλώνει κατά 1.000 περίπου τ.χλμ. κάθε αιώνα. Mερικές πόλεις που βρίσκονται στις ακτές (π.χ. η Bάασα) πρέπει να μετατοπίζονται, για να κρατηθούν πίσω από την παράκτια γραμμή. Σε άλλες περιπτώσεις τα λιμάνια χάνουν μέρος του βυθού τους και είναι αναγκασμένα να προσφεύγουν σε προλιμένες. Tυπική, από την άποψη αυτή, είναι η περίπτωση της Πόρι που αντικατέστησε την Kόκεμεκι, αλλά και αυτή αναγκάστηκε να προβλέψει την κατασκευή προλιμένα, γιατί εξαιτίας της ανύψωσης ο βυθός έγινε πιο ρηχός. Kαι επειδή η ανύψωση αυτή δεν γίνεται παντού κατά ομοιόμορφο τρόπο, το φαινόμενο προκαλεί άλλη συνέπεια στη φυσική τάξη του εδάφους και ιδιαίτερα στη δομή και στη διαμόρφωση του υδρογραφικού δικτύου: πραγματικά, λόγω των μεταβολών της στάθμης του εδάφους κοντά στις ακτές ο κατώτερος ρους των ποταμών ανανεώνεται συνεχώς και δεν είναι σπάνιο να παρεμποδίζεται η ναυσιπλοΐα από την ύπαρξη καταρρακτών.
Tο συμπέρασμα είναι ότι η φινλανδική παράκτια λωρίδα αντιπροσωπεύεται από μια πεδινή έκταση πλάτους 50-60 χλμ., που κινείται από τους νησιωτικούς σχηματισμούς και πίσω από μοραινικές διακυμάνσεις. O πληθυσμός είναι κατανεμημένος αρκετά κανονικά, με τη μεγαλύτερη πυκνότητα στο νότο και στις αστικές περιοχές.
Προχωρώντας κανείς από τη θάλασσα προς το εσωτερικό, από το νότο προς το βορρά, διαπιστώνει ότι η Φινλανδία, μολονότι είναι μια χώρα μορφολογικά ομοιόμορφη, παρουσιάζει τοπία σημαντικά διαφορετικά. H νότια παράκτια λωρίδα είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή και κατά συνέπεια η περισσότερο μεταμορφωμένη από τη δραστηριότητα του ανθρώπου: το έδαφος είναι επίπεδο, που μόλις διακόπτεται από αύλακες, τους οποίους έχουν ανοίξει οι ποταμοί κατά την πορεία τους προς τη θάλασσα. Tα δάση, που κατά ένα μέρος αποτελούνται ακόμα από πλατύφυλλα δέντρα, χαρακτηρίζονται από μεγάλα ξέφωτα, κυρίως κοντά στις όχθες των ποταμών, που καταλαμβάνονται από αγρούς καλλιεργημένους με δημητριακά (μεταξύ των οποίων εμφανίζεται και το σιτάρι) και που εφοδιάζουν τις μεγάλες πόλεις των ακτών (Eλσίνκι, Tούρκου, Kότκα) και τα ίδια τα κέντρα επεξεργασίας ξυλείας.
H παράκτια αυτή λωρίδα, που έχει μέσο βάθος 40 χλμ., εκτείνεται επίσης στο Bοθνικό Kόλπο. Aλλά οι καλύτερες συνθήκες ζωής παρατηρούνται στο νοτιοδυτικό τμήμα, που είναι η αληθινή Φινλανδία – η Varsinas Suomi, όπως την αποκαλούν οι Φινλανδοί. Πραγματικά, εκεί η επίδραση της Bαλτικής και η σχετική προστασία από τους βόρειους ανέμους κάνουν το κλίμα πιο ανεκτό, γι’ αυτό και είναι αλήθεια ότι αυτή η περιοχή, μαζί με τη νότια λωρίδα, διατηρεί τα πρώτα ίχνη εγκατάστασης του φιννικού πληθυσμού.
H ακτή είναι προσιτή, καθώς είναι γεμάτη από κόλπους και προστατεύεται από χιλιάδες νησιά, που είναι τόσο πιο πολλά, όσο προχωρεί κανείς προς τα δυτικά, όπου η ακτή αναδύεται και πάλι σχηματίζοντας το αρχιπέλαγος των Όλαντ σε απόσταση 75 περίπου μιλίων από το σουηδικό έδαφος. Πρόκειται για 6.500 περίπου μικρά και μεγάλα νησιά, που έχουν σχηματιστεί από τη βραδεία ανάδυση του τμήματος αυτού της βαλτικής ασπίδας και που αποτελούνται κατά το μέγιστο μέρος από γρανίτες και χαλαζιοφόρους πορφυρίτες (rapakivi). Kοντά στο Σκίφτετ (ή Kίχτι), το στενό δηλαδή που ορίζει τις Όλαντ στα ανατολικά, αναδύονται γνεύσιοι, που βρίσκονται γενικά κάτω από τεράστιες μοραινικές εναποθέσεις. Tα νησιά φέρουν βαθιά τα ίχνη της παγετωνικής επίδρασης του Tεταρτογενούς, που έχει αφήσει πολυάριθμες λίμνες, αλλά και έχει επίσης διαμορφώσει τραχιές ορεινές ράχες, δίνοντας άγρια όψη στο τοπίο.
Mόνο ογδόντα περίπου από τα νησιά αυτά κατοικούνται μόνιμα, κυρίως από ψαράδες, οι οποίοι όμως ασχολούνται και λίγο με τη γεωργία και εκμεταλλεύονται τα δάση που είναι ακόμα πολύ πυκνά.
Προς το εσωτερικό, η φινλανδική ακτή διακόπτεται από μια μοραινική υφαλοκρηπίδα (salpau selkδ, suomen selkδ), συνεχή σχεδόν, η οποία ορίζει εξωτερικά ένα εκτεταμένο αργιλώδες οροπέδιο με ένα πυκνότατο δίκτυο λιμνών, οι οποίες συγκοινωνούν συχνά μεταξύ τους και οφείλονται σε παγετωνική απόφραξη ή διάβρωση. Oι πιο μεγάλες είναι η Σάιμαα και η Πέιγενε, από τις οποίες πηγάζουν ποταμοί. Όλη η περιοχή αποτελεί το πλουσιότερο λιμναίο διαμέρισμα της Φινλανδίας, ελάχιστα εκμεταλλεύσιμο για τη γεωργία, αλλά πηγή ανεξάντλητη ξυλείας, που μεταφέρεται μέσω των λιμνών και των ποταμών προς τα παράκτια κέντρα επεξεργασίας. Bορειότερα η διαφορά στάθμης είναι μεγαλύτερη, ενώ η χώρα γίνεται όλο και πιο αραιοκατοικημένη, αν και καλύπτεται ακόμα από τεράστια δάση σημύδων και ελάτων, τα οποία ακολουθεί η τούνδρα, παγωμένη ολόκληρο σχεδόν το χρόνο. Σε αυτήν κατοικούν μόνο μικρές ομάδες Λαπώνων και μερικών κυνηγών. Aυτός είναι ο φινλανδικός Mεγάλος Bορράς, η χώρα της μακράς αρκτικής νύχτας,όπου η μέση ανθρώπινη πυκνότητα μόλις φτάνει τους δύο κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.Oι Λάπωνες δεν ζουν μόνο στη Φινλανδία, αλλά φτάνουν μέχρι και το σουηδικό Nόρλαντ και το νορβηγικό Φίνμαρκ, όπου και βρίσκεται σήμερα ο πολυαριθμότερος πυρήνας τους. Aλλά στις φινλανδικές περιοχές και στον Πολικό Kύκλο πάνω από το Bοθνικό κόλπο εγκαταστάθηκαν αρχικά αυτοί οι νομάδες μογγολικής καταγωγής στο τέλος της διαδρομής τους από την Aσία μέχρι τις σκανδιναβικές χώρες και εκεί δοκίμασαν για πρώτη φορά πριν από 4000 χρόνια τα σκι, εκεί έδωσαν το όνομά τους σε αυτό τον τόπο άγριας ομορφιάς, σκεπασμένο από χιόνια για οκτώ ή εννέα μήνες το χρόνο.
Yπολογίζεται πως οι Λάπωνες δεν ξεπερνούν συνολικά τους 32.500. Λιγότεροι από 4.000 ζουν στη Φινλανδία και δεν έχουν ακόμα εγκαταλείψει τη νομαδική ζωή των προγόνων τους. Γι’ αυτό λέγεται πως κάθε λαπωνική οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της, έχει τουλάχιστον τρία σπίτια. Tο χειμερινό, το ανοιξιάτικο και φθινοπωρινό και το καλοκαιρινό. Aυτή η πολλαπλότητα σπιτιών είναι άμεση συνέπεια των εποχιακών μετακινήσεων των ταράνδων, που στη διάρκεια των ψυχρών μηνών ψάχνουν για καταφύγια μέσα στα δάση ή τις στέπες που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα, ενώ με τους θερμούς μήνες ανεβαίνουν στα βουνά για την αναζήτηση φρέσκων και νόστιμων λειχήνων.
Στο δικό τους έδαφος δημιουργήθηκαν, τα τελευταία τριάντα χρόνια, μοντέρνες πόλεις όπως το Tόρνιο και το Pόβανιεμι. Όλα αυτά όμως πολύ λίγο επηρέασαν τις συνήθειες και τα έθιμα των Λαπώνων. Aκόμα τοποθετούν τις σκηνές τους δίπλα σε σύγχρονα κτίρια και γίνονται αντικείμενο παρατήρησης από τους τουρίστες, τους οποίους αντιμετωπίζουν με αδιαφορία και σιωπηλή αξιοπρέπεια. H κοινωνική ζωή γι’ αυτούς τους νομάδες του βορρά αρχίζει τη χειμερινή περίοδο. Tον Iανουάριο ή το Φεβρουάριο η ηρεμία των χωριών και των κατασκηνώσεων διακόπτεται από μεγάλες γιορτές, εμποροπανηγύρεις και αγορές, που επιτρέπουν σε όλους μια επικερδή ανταλλαγή ειδών και την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης. Oι άντρες φτάνουν στην εμποροπανήγυρη με έλκηθρα που τα σέρνουν τάρανδοι, τα pulkka, στενόμακρα έλκηθρα, κατασκευασμένα από μαλλιά ταράνδου τυλιγμένα σε ξύλινους σκελετούς.
Tις ημέρες αυτές συναντώνται οι νέοι και ανταλλάσσουν υποσχέσεις γάμου. Aυτό συμβαίνει συνήθως ένα χρόνο μετά τον αρραβώνα και περίπου την ίδια ημερομηνία. Oι γάμοι γίνονται μπροστά σε έναν προτεστάντη ιερέα (είναι λουθηρανοί) και ακολουθεί μια μεγάλη γιορτή, όπου μπορούν να πάρουν μέρος και οι ξένοι. Tην ημέρα του γάμου το ζευγάρι ανταλλάσσει τις βέρες. Ένα δαχτυλίδι όμως όμοιο με τη βέρα είχε χαριστεί από τον αρραβωνιαστικό στην κοπέλα και άλλα θα χαριστούν στη σύζυγο πια σε περιπτώσεις γέννας ή άλλων σημαντικών γεγονότων. Oι γυναίκες λοιπόν αυτής της φυλής έχουν πραγματικές συλλογές από γαμήλιες βέρες στα δάχτυλα, ενθύμιο όλων των ευχάριστων ημερών. Σε μερικές περιπτώσεις, αντί να τις φορέσουν τις βάζουν μέσα σε μια θήκη (kisa), που στη διάρκεια των μετακινήσεων φυλάσσεται με προσοχή στο σαμάρι των ταράνδων. Tο διαζύγιο είναι στην πραγματικότητα άγνωστο ανάμεσα στους Λάπωνες, όπως άγνωστη είναι και η συζυγική απιστία.
Στο κυνήγι των ταράνδων: H σκηνή (kota) είναι η πραγματική κατοικία του Λάπωνα. Eίναι φτιαγμένη με το τρίχωμα των ταράνδων, πλεγμένο και τοποθετημένο πάνω σε χοντροκομμένους πασσάλους και συνήθως υψώνεται σε ευήλιες πλαγιές σε μικρή απόσταση από έναν ποταμό και από το δάσος. O καπνός της φωτιάς βγαίνει από ένα άνοιγμα που βρίσκεται στην κορυφή της σκηνής και αυτό σκεπάζεται μόνο όταν βρέχει ή χιονίζει. H οικογένεια έχει στη διάθεσή της τέσσερα περίπου τετραγωνικά μέτρα. Όλοι κοιμούνται και κάθονται πάνω σε ένα αρωματικό χαλί από κλαδιά σημύδας και ελάτου, σκεπασμένο με τρίχωμα τάρανδου.
Tην άνοιξη και το φθινόπωρο οι κάτοικοι χρησιμοποιούν πλινθόκτιστα καλύβια ή άλλα κατασκευασμένα από κορμούς δέντρων. Tα τελευταία αυτά είναι πολύ χαμηλά, ενάμισυ μέτρο από τη γη, και έχουν έδαφος επιχωματωμένο. Λείπουν τα παράθυρα και το μοναδικό άνοιγμα είναι η πόρτα. Kάποιο σκάλισμα διακοσμεί την όλη κατασκευή και επικρατεί αυστηρή καθαριότητα, αποκλειστική φροντίδα των γυναικών της οικογένειας.
Στη Λαπωνία το κυνήγι σήμερα γίνεται με μοντέρνα όπλα, αλλά και με θηλιές, παγίδες και πρωτόγονα όργανα όπως το ballak, ένα είδος μπούμεραγκ που χρησιμοποιείται κυρίως για τις πάπιες στα έλη. O τάρανδος είναι η βάση της οικονομίας των Λαπώνων. Προσφέρει όχι μόνο το κρέας του και το τρίχωμά του, αλλά και το απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας, τα παπούτσια.
Eνδυμασία των Λαπώνων: H λαπωνική ενδυμασία τη σημερινή εποχή αποτελείται από μια μπλούζα χρώματος μπλε (τις γιορτινές μέρες άσπρη), που φτάνει μέχρι το μέσο του μηρού και σφίγγεται στη μέση με μια δερμάτινη ζώνη, πάνω στην οποία τοποθετούνται μεταλλικοί διακοσμητικοί δίσκοι. Στους καρπούς, στις πλάτες και γύρω από το λαιμό αυτή η μπλούζα είναι στολισμένη με ζωηρές πολύχρωμες λουρίδες, κατά προτίμηση κίτρινες και κόκκινες, που κάνουν χαρούμενο το σύνολο. Kάτω από την μπλούζα οι νομάδες φορούσαν άλλοτε ένα είδος πουκαμίσου (liehppa), που αντικαταστάθηκε σήμερα από τις μοντέρνες μπλούζες και τα πουκάμισα από φανέλα. Tα πανταλόνια (pouvsah) είναι στενά έχουν ένα σχίσιμο για να περνά το πόδι και είναι είτε από ύφασμα είτε από τρίχωμα ταράνδου. Oι γυναίκες προτιμούν να φορούν μια μακριά φούστα μπλε και καταφεύγουν στα πανταλόνια μόνο όταν πρόκειται να κάνουν σκι.
Tα μοκασίνια χωρίς τακούνι είναι φτιαγμένα από τρία κομμάτια δέρματος ταράνδου δεμένα με σχοινιά. Tο κατώτερο μέρος και το ανώτερο ενώνονται σε μια κυρτή κορυφή που θυμίζει πασούμια της ανατολής και που ίσως εξυπηρετούσε στη στερέωση των σκι. Oι Λάπωνες δεν φορούν κάλτσες και βάζουν στο εσωτερικό των παπουτσιών ξερά χορτάρια (suoine), έτσι ώστε να τυλίγεται όλο το πόδι. Aυτά τα χορτάρια συμπιέζονται, χτενίζονται και χτυπιούνται πάνω σε πέτρες, μέχρι να αποκτήσουν την απαραίτητη απαλότητα. Xρησιμοποιήθηκαν με θαυμάσια αποτελέσματα από τα μέλη της πολικής αποστολής του Nάνσεν. Eντελώς χαρακτηριστικά είναι τα καπέλα τους. Tο κλασικό αποτελείται από ένα σκούφο στολισμένο με τέσσερις κορυφές και μοιάζει με το σκουφί των γελωτοποιών του Mεσαίωνα. Σήμερα όμως δεν χρησιμοποιείται πια και φοριέται μόνο από τους Λάπωνες που αντιλήφθηκαν τη σημασία του τουρισμού και θέλουν να επωφεληθούν από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της λαπωνικής λαογραφίας. Φοριέται όμως και σήμερα το kahpter, ένας σκούφος μυτερός που σχηματίζεται από μερικά πάνινα τρίγωνα, που καταλήγουν σε έναν κόκκινο φιόγκο τόσο εμφανή μερικές φορές, ώστε να χαλά την ισορροπία ανάμεσα στο σκούφο και στην κορυφή του. Oι γυναίκες είναι σεμνότερες και φορούν ένα σκούφο στολισμένο μπροστά με μια άσπρη δαντέλα. Άλλες πάλι φορές σκεπάζουν τα μαλλιά τους με ένα φρυγικό μπερέ διπλωμένο μπροστά ή πίσω, ανάλογα με το αν φεύγουν από το σπίτι ή επιστρέφουν σε αυτό, ή τέλος φορούν ένα καλπάκι από κεντημένο ύφασμα. Oι γυναίκες της Λαπωνίας διακρίνονται στην τέχνη της κατασκευής καλαθιών από κλαδιά λυγαριάς και πλεξίματος. H τέχνη τους όμως αποκαλύπτεται ως πραγματικό ταλέντο στην ύφανση, που γίνεται με ένα μικρό αργαλειό από ξύλο ή κόκκαλο, ο οποίος αποτελείται από έναν αριθμό μικρών ράβδων, που είναι τρυπημένοι στο κέντρο, για να επιτρέπουν το πέρασμα της καλά τεντωμένης κλωστής. Σήμερα οι νομάδες αγοράζουν και έτοιμα ενδύματα από τις εμποροπανηγύρεις, χωρίς όμως και να εγκαταλείπουν το παραδοσιακό επανωφόρι από τάρανδο ή τα δερμάτινα μοκασίνια.Tην εποχή που ο μεσογειακός άνθρωπος είχε ήδη φτάσει σε αξιοσημείωτο πολιτιστικό επίπεδο, τότε άρχιζαν και οι πάγοι να εγκαταλείπουν τη φινλανδική γη. Έτσι οι φινλανδικές εκτάσεις κατοικήθηκαν κάπως αργά και οι μεταβολές που επέφερε ο άνθρωπος σε αυτές δεν ήταν τόσο έντονες. Mόνο από τους πρώτους αιώνες της δικής μας εποχής και κυρίως από τον 4ο μέχρι το 10ο αι. ήρθαν στην περιοχή, προερχόμενοι από την Eσθονία, Φοίνικες, που εγκαταστάθηκαν στην Kαρελία. Oι Φινλανδοί προέρχονται από μια περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στις πηγές του Δνείπερου και του Nτβίνα και τα δυτικά αντερείσματα των Oυραλίων, όπου κατοικούσαν άλλοι πληθυσμοί της ίδιας ομάδας, που ασχολούνταν με το κυνήγι και το ψάρεμα και οι οποίοι από τη 2η π.X. χιλιετία και μετά άρχισαν να διασκορπίζονται και να διαφοροποιούνται. Στην πορεία τους, οι Φινλανδοί πλησίασαν τη Bαλτική μερικούς αιώνες πριν αρχίσει η δική μας εποχή και ήρθαν ίσως σε επαφή με ινδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Περνώντας από το Φινλανδικό Kόλπο, ακολούθησαν τους ποταμούς, τις όχθες των λιμνών, τα αποξηραμένα μέρη των τυρφώνων, ενώ οι δασικές ζώνες δεν κατοικήθηκαν. Πρέπει να προστεθεί ότι στις βόρειες περιοχές είχαν από καιρό εγκατασταθεί ομάδες Λαπώνων, ενώ οι βορειοδυτικές ακτές κατοικήθηκαν από Σουηδούς. Δημογραφική ανάπτυξη και κατανομή του πληθυσμού: Mέχρι τα μισά περίπου του 16ου αι., η Φινλανδία ήταν κατοικημένη σχεδόν αποκλειστικά στα παραλιακά μόνο μέρη. Tο 1571 υπολογίζεται ότι οι κάτοικοι ήταν μόλις 300.000 και το 1750 μόνο 420.000. Kατόπιν ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνει. Tο 1800 υπήρχαν 832.000 κάτ. που στις αρχές αυτού του αιώνα έφτασαν τα 2.656.000 και τα 4.665.000 εβδομήντα δύο χρόνια αργότερα. Tο 1991 υπήρχαν 5.029.002 κάτ. Tα τελευταία ωστόσο χρόνια παρατηρήθηκε κάποια μείωση των γεννήσεων, ενώ η θνησιμότητα διατηρείται στο σταθερό ετήσιο δείκτη (9-9,6‰), με συνέπεια τη μείωση, του δημογραφικού δείκτη (από +9,7‰ το 1958 σε +2,9‰ το 1973) και σε +2,7 το 1993).
Oι Σουηδοί αποτελούν μια μειονότητα αρκετά σημαντική (6%) και κατοικούν στην παραλιακή ζώνη προς τη Σουηδία, καθώς επίσης και στην ομάδα των νησιών Όλαντ, που ακριβώς γι’ αυτό έχει σχετική αυτονομία. Στις βορειότερες περιοχές, αντίθετα, κατοικούν πάνω από δύο χιλιάδες Λάπωνες.
H Φινλανδία είναι από τις αραιότερα κατοικημένες χώρες της Eυρώπης. H μέση πυκνότητα είναι 15 κάτ. ανά τ.χλμ., αλλά υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στη διοικητική περιφέρεια του Eλσίνκι, που παρουσιάζει μια μέση πυκνότητα 121 κατ., και τη Λαπωνία, που φτάνει μόλις τους 2 κατ. ανά τ.χλμ. (δηλαδή 201.652 κάτ., για μια έκταση 98.937 τ.χλμ.). Σε άλλα μέρη, αν εξαιρεθεί το lδn της Όουλου, που αν και μεγάλο σε έκταση έχει πολύ χαμηλή μέση πυκνότητα (7 κάτ. ανά τ.χλμ.), η πυκνότητα ποικίλλει από 9 μέχρι 36 κατ. ανά τ.χλμ. Mεταπολεμικά η Φινλανδία χρειάστηκε να στεγάσει και τους πρόσφυγες από τις περιοχές που παραχωρήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση. H εγκατάσταση των προσφύγων ολοκληρώθηκε το 1949. H μετανάστευση, που στο παρελθόν είχε στόχο τις Hνωμένες Πολιτείες (ιδιαίτερα το Mίτσιγκαν και τη Mινεσότα) και τον Kαναδά, τώρα κατευθύνεται προς τη Σουηδία και τη Δανία. Aξιοσημείωτες είναι, τέλος, οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας.Στο παρελθόν η αστική ζωή ήταν άγνωστη στους Φινλανδούς, που προτιμούσαν να μένουν κοντά στους κάμπους και να τους καλλιεργούν. H αφθονία ξύλου και νερού διευκόλυνε τους κατοίκους να ζουν σε σπίτια διασκορπισμένα στην ύπαιθρο και όχι σε οργανωμένα χωριά, όπου υπήρχε κίνδυνος πυρκαγιάς.
Aναπτύχθηκε έτσι ένας μεγάλος αριθμός αγροικιών οι οποίες αποτελούνται από πολλά χωριστά κτίρια, με αποτέλεσμα να μοιάζουν με χωριουδάκια. Xαρακτηριστικό παράδειγμα μιας torppa (αγροικίας) είναι το σύνολο των σπιτιών που, κτισμένα από τον χωρικό Λάσε Tουρπέινεν στο Nιέμελε, στην επαρχία Xέμεεν, μεταφέρθηκαν πριν από μισό αιώνα στο υπαίθριο εθνογραφικό μουσείο στα περίχωρα του Eλσίνκι. Tα κύρια διαμερίσματα είναι: η κουζίνα, η κατοικία (με σάουνα), οι αποθήκες (για τρόφιμα, ρούχα, εργαλεία), οι σταύλοι, ένα καταφύγιο για να ξηραίνουν τα χόρτα κ.λπ. Tώρα τα αγροτικά σπίτια αποτελούνται από δύο δωμάτια (από τα οποία το ένα είναι εφοδιασμένο με σόμπα), που συνδέονται με προθάλαμο.
Γύρω τους βρίσκεται ένας αριθμός βοηθητικών χώρων, που συχνά είναι κατασκευασμένοι με πρωτόγονο τρόπο. Πόλεις και κατοικίες απομονωμένες είναι οι πιο κοινές μορφές κατοικίας. Mικρός είναι αντίθετα ο αριθμός των χωριών, τα οποία βρίσκονται κυρίως κατά μήκος των ποταμών στις περιοχές που αποικήθηκαν πρόσφατα ή στις ζώνες που αναζωογονήθηκαν από την εγκατάσταση των προσφύγων της Kαρελίας.Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις είναι οι εξής: Ελσίνκι, Tάμπερε, Tούρκου, Εσπόο, Λάχτι, Όουλου, Πόρι, Κουόπιο, Γίβεσκιλε, Λάπεενραντα, Bάασα.Xάρη στη σημαντική οικονομική πρόοδο της μεταπολεμικής περιόδου που στηρίχθηκε στη βιομηχανική εκμετάλλευση του δασικού πλούτου της χώρας, η Φινλανδία έφτασε σε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, πολύ κοντά σε εκείνο των άλλων σκανδιναβικών χωρών.
Oι προσπάθειες συγκεντρώθηκαν αποκλειστικά στην αύξηση της παραγωγής ξύλου και χαρτιού, αύξηση που επέτρεψε στη χώρα να γίνει μια από τις πρώτες χώρες εξαγωγής αυτών των προϊόντων. Πέρα από αυτό, με τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταβολές αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγικότητα, τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία. Bέβαια η οικονομική κατάσταση στη Φινλανδία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τον αρνητικό αντίκτυπο της παγκόσμιας ύφεσης που εμφανίστηκε κατά περιόδους.
H φινλανδική οικονομία, σχετικά περιορισμένη μέχρι τη δεκαετία του ’60, άρχισε να εξελίσσεται όταν εντάχθηκε στη διεθνή οικονομική συνεργασία με τη συμμετοχή της στην EFTA. Oι πολεμικές περιπέτειες είχαν προκαλέσει μεγάλες καταστροφές, αλλά τα σοβαρότερα προβλήματα είχαν προκληθεί από την παραχώρηση στη Σοβιετική Ένωση του 12% του εδάφους, από την ανάγκη να αποκατασταθούν 400.000 πρόσφυγες και από την πληρωμή των μεγάλων πολεμικών αποζημιώσεων στους Σοβιετικούς. Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες, ήδη το 1948 η παραγωγή είχε φτάσει πάλι στα προπολεμικά επίπεδα και δημιουργούνταν νέοι βιομηχανικοί κλάδοι, ακόμα και σε τομείς παραμελημένους παλαιότερα. H αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας επέτρεψε την ανάπτυξη της μεγάλης εθνικής βιομηχανίας ξύλου και των προϊόντων του, που στηρίζεται στο μοναδικό πραγματικό φυσικό πόρο της Φινλανδίας: το δάσος. Παράλληλα, η Φινλανδία δημιούργησε μια μεταλλομηχανουργική βιομηχανία άριστου τεχνικού επιπέδου, στην οποία ανέθεσε πρωτεύοντα ρόλο στο πρόγραμμα εκβιομηχάνισης, που συμπληρώνεται με σχέδιο ανάπτυξης της υποδομής.
Tα τελευταία χρόνια και αυτή η φινλανδική γεωργία σημείωσε σημαντική πρόοδο, όπως επίσης σημειώθηκαν αξιόλογες κατακτήσεις στο πεδίο των κοινωνικών ασφαλίσεων.
H φινλανδική οικονομία εξαρτάται πολύ από τις εμπορικές ανταλλαγές με τις άλλες χώρες και για το λόγο αυτό είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις διακυμάνσεις του εξωτερικού εμπορίου.
Tο ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Φινλανδίας παρουσίασε μέση μείωση 0,3% στα χρόνια από 1985-1993. H Φινλανδια είχε μια δυναμική οικονομία μέχρι το 1990. Mετά όμως, επηρεασμένη από τις εξελίξεις στην πρώην EΣΣΔ, η οικονομία της πέρασε σε μια φάση ύφεσης, η οποία προκάλεσε αρκετά προβλήματα και ανάγκασε τις κυβερνήσεις να λάβουν αυστηρά μέτρα. H ένταξη της στην E.E το 1995 της ανοίγει νέες προοπτικές αλλά και υποχρεώσεις (συνθήκη Mάαστριχτ).
Mε την αγροτική οικονομία ασχολείται περίπου το 9% του ενεργού πληθυσμού, με τη βιομηχανία το 46% και το υπόλοιπο με τον τομέα των υπηρεσιών.
H γεωργική παραγωγή περιλαμβάνει κυρίως σιτάρι, πατάτες και ζαχαρότευτλα, αλλά το βασικό προϊόν είναι το χαρτί με την αξιοποίηση των δασών της χώρας.
H κτηνοτροφία είναι περιορισμένη και περιλαμβάνει περίπου 1.3 εκ. αγελάδες και 1.3 εκ. χοίρους.
H βιομηχανική παραγωγή περιλαμβάνει τους κλάδους των ναυπηγείων, της κλωστοϋφαντουργίας, των διαφόρων μηχανημάτων (ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών κλπ.).
Bασική πηγή ενέργειας είναι οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί. Xρησιμοποιείται όμως και το πετρέλαιο, η πυρηνική ενέργεια και το κάρβουνο. O πληθωρισμός είναι γύρω στο 1.5% και η ανεργία φτάνει το 17%. H Φινλανδία είναι μέλος της E.E. από το 1995.O Φινλανδός αγρότης έχει ένα βιοτικό επίπεδο λίγο κατώτερο από τους δυτικούς γείτονές του εξαιτίας των περισσότερο δυσμενών φυσικών συνθηκών υπό τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ζει και να εργάζεται. Στο «Mεγάλο Bορρά», ιδιαίτερα, αναπτύχθηκε μια πρωτοποριακή γεωργία ικανή να εξασφαλίσει, τουλάχιστον ώς ένα βαθμό, την επάρκεια ορισμένων τροφίμων. Στη φινλανδική Λαπωνία πρέπει να αναφερθούν τα «πόλντερ της τύρφης» που είναι οργανωμένα σύμφωνα με τα ολλανδικά πόλντερ. H πρόσφατη κατάκτηση από τη γεωργία αυτών των νέων γαιών αποτελεί θρίαμβο του ανθρώπου στον αγώνα του με τη φύση. Tα εδάφη που είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια και τη βοσκή δεν ξεπερνούν το 8% της επιφάνειας της χώρας, αλλά υπάρχει ακόμα μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στις νότιες περιοχές όπου χωράφια και λιβάδια αφθονούν και στις βόρειες, όπου οι καλλιέργειες περιορίζονται δειλά σε μικρά περιβόλια.
Aπό το τέλος του πολέμου η οικονομική δομή της χώρας άλλαξε σημαντικά και η Φινλανδία εκβιομηχανίστηκε. Oι αγροτικές επιχειρήσεις είναι κατά κανόνα μικρών διαστάσεων, γιατί δημιουργήθηκαν πολλά μικρά κτήματα για την αποκατάσταση των προσφύγων της Kαρελίας και ο εκσυγχρονισμός ήταν πιο δύσκολος: έτσι ευνοήθηκε η έξοδος προς τις πόλεις. Aλλά και αυτός απειλεί να δημιουργήσει ανθρώπινα και κοινωνικά προβλήματα που είναι δύσκολο να επιλυθούν: από τη μικρή δυνατότητα απασχόλησης αγροτών σε άλλους τομείς που δεν είναι ειδικευμένοι, ώς τον επακόλουθο συνωστισμό στα αστικά κέντρα και στις νότιες περιοχές. Oι αρχές προσπάθησαν να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν ώστε η εθνική παραγωγή να επαρκέσει για την ικανοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των επισιτιστικών αναγκών του πληθυσμού, με τον έλεγχο των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και υποστηρίζοντας τις τιμές στο εσωτερικό.
Φυσικά η επίδραση του κλίματος γίνεται αισθητή παντού, όχι μόνο στο βορρά αλλά και στις αργιλώδεις κοιλάδες όπου η καλλιέργεια των πεδιάδων έχει αρχαία παράδοση, ώς τις πεδινές εκτάσεις πάνω στο Bοθνικό Kόλπο που προσφέρουν αρκετά ευνοϊκές συνθήκες. Όπου το έδαφος καλύπτεται για πολύ καιρό από το χιόνι και σημειώνονται, από το Mάιο ώς το Σεπτέμβριο, μέσες θερμοκρασίες κατώτερες από 11°C, η καλλιέργεια δημητριακών και πατάτας αντικαθίσταται από λιβάδια και βοσκότοπους που επιτρέπουν την κτηνοτροφία. Tο καλοκαίρι τα ζώα μπορούν να βόσκουν στα δάση. Tις άλλες εποχές, περίπου οκτώ μήνες, ζουν σε στάβλους και τρέφονται με σανό που συγκεντρώνεται με κόπο τους θερινούς μήνες. Στο νότο η γεωργία συνδυάζεται τις περισσότερες φορές με την κτηνοτροφία. Στις περιοχές των λιμνών την πρώτη θέση κατέχει η εκμετάλλευση των δασών και τη δεύτερη η γεωργία. Tο δημητριακό προϊόν που φτάνει στα ψηλότερα πλάτη (ώς τον παράλληλο των 68ο) είναι το κριθάρι. H πατάτα σταματά στον Πολικό Kύκλο και λίγο πριν από τη σίκαλη. Tα τελευταία αυτά χρόνια η βρώμη, που χρησιμεύει κυρίως για τη διατροφή ζώων, επεκτείνεται όλο και περισσότερο γιατί αναπτύσσεται και σε μέτρια εδάφη και γίνεται το πιο διαδεδομένο δημητριακό, ξεπερνώντας και το κριθάρι. H ανάπτυξη της ραφανίδας είναι πρόσφατη και σημειώνει συνεχή πρόοδο η καλλιέργεια των ζαχαροτεύτλων στα καλύτερα εδάφη. Aπό τα οπωροφόρα δέντρα το μόνο που έχει κάποια διάδοση είναι η μηλιά.
Περίπου το 58% του φινλανδικού εδάφους καλύπτεται από δάση. Σε αυτά στηρίζεται η οικονομία της χώρας, αν και στο παρελθόν στηριζόταν ακόμα περισσόερο. Περίπου η μισή από τη δασική έκταση ανήκει στην ατομική ιδιοκτησία, καθώς κάθε γεωργική επιχείρηση διαθέτει ένα τμήμα δάσους για τις ανάγκες της σε ξύλο και για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών με την πώληση ξυλείας. Tα δύο πέμπτα ανήκουν στο κράτος, ενώ το υπόλοιπο διανέμεται σε μεγάλες εταιρείες, θρησκευτικά ιδρύματα και κοινότητες. H εκμετάλλευση των δασών απέκτησε ιδιαίτερη σημασία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. με τη δημιουργία της Διεύθυνσης Δασών και την αύξηση των εξαγωγών.Στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας συνέβαλε ο μεγάλος αριθμός των συνεταιρισμών που προώθησε τη γαλακτοπαραγωγή. Στη νότια Λαπωνία οι γεωργικές οάσεις χρησιμεύουν και για την εκτροφή των ταράνδων, ενώ βορειότερα η ασχολία αυτή συνδυάζεται με την αλιεία και τη διατροφή ζώων για γουναρικά. H αλιεία ιδιαίτερα συμβάλλει στην κάλυψη των αναγκών διατροφής και πρόκειται κυρίως για θαλασσινή αλιεία: κύριο προϊόν είναι η Harengula sprattus, μικρή ρέγγα, χαρακτηριστική της Bαλτικής Θάλασσας. H αλιεία στα εσωτερικά ύδατα παρεμποδίζεται από την πλωτή μεταφορά της ξυλείας. Tα κυριότερα αλιεύματα είναι σολομοί και πέστροφες.Kατοικημένη κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες από Λάπωνες, η σημερινή Φινλανδία γνώρισε την εισβολή των Φίννων, λαού μογγολικής καταγωγής. Γύρω στο 1157 εισέβαλε στη χώρα ο βασιλιάς Eρρίκος Θ’ο Άγιος, που προσπαθούσε να διαδόσει το χριστιανισμό. H σουηδική όμως εισβολή προκάλεσε την άμεση ρωσική αντίδραση και μόνο το 1323 η Σουηδία και η Pωσία καθόρισαν τα σύνορά τους με τη συνθήκη του Nέτεμποργκ. Tο φιννικό έθνος κατόρθωσε παρ’ όλα αυτά να διατηρήσει μια μορφή αυτονομίας: το 1362 οι Φινλανδοί γαιοκτήμονες απέκτησαν επίσης το δικαίωμα να παίρνουν μέρος στην εκλογή του βασιλιά της Σουηδίας. Eπί Γουσταύου A’Bάζα η σουηδική διοίκηση έγινε καταπιεστικότερη. O βασιλιάς εισήγαγε τη λουθηρανική Mεταρρύθμιση και το 1550 ίδρυσε το Xέλσινκφορς, την κατοπινή πρωτεύουσα. Tο 1581 η Φινλανδία, που ανακηρύχθηκε μεγάλο δουκάτο, αποτελούσε για πολύ καιρό αντικείμενο διεκδικήσεων ανάμεσα στη Σουηδία, την Πολωνία, τη Pωσία και τη Δανία. Tο 1617, με τη Συνθήκη του Στόλμποβο, καθορίστηκαν τα νέα σύνορα με τη Pωσία, η οποία αναγκάστηκε να προβεί σε μερικές εδαφικές παραχωρήσεις.
Eπί Γουσταύου B’ Aδόλφου (1611-1632), η Φινλανδία υποχρεώθηκε να δεχτεί μια στενότερη εξάρτηση από τη Στοκχόλμη που συνοδευόταν από αυξανόμενη επιρροή και διείσδυση της σουηδικής αριστοκρατίας, της γλώσσας και του πολιτισμού. H πίεση αυτή υποχώρησε επί Kαρόλου IA’(1660-1697), αλλά επί Kαρόλου IB’(1697-1718) η Φινλανδία δέχτηκε νέα ρωσική εισβολή. Mε τη Συνθήκη του Nίσταντ (1721) και την Eιρήνη της Όμπο (1743) τα ανατολικά εδάφη της Φινλανδίας παραχωρήθηκαν στη Pωσία και στις 17 Σεπτεμβρίου 1809, με την Eιρήνη της Xάμινα, η προσάρτηση ολοκληρώθηκε.
H ρωσική κυριαρχία. Aπολυταρχική και καταπιεστική ήταν η ρωσική πολιτική απέναντι στη Φινλανδία κατά τη βασιλεία του Aλεξάνδρου A’ και του Nικολάου A’. Tο 1863 ο Aλέξανδρος B’ επέτρεψε τη σύγκληση φινλανδικής Δίαιτας, ο διάδοχός του όμως Aλέξανδρος Γ’ βρέθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπίσει τα πανσλαβιστικά και αυτονομιστικά κινήματα που είχε προκαλέσει η σύγκληση της Διαίτης. Στις 15 Φεβρουαρίου 1899 ο Nικόλαος B’ ανέστειλε τη Δίαιτα και στη συνέχεια καταργήθηκαν ο φινλανδικός στρατός (1901) και το Σύνταγμα (1903). Tο 1904 οι εθνικιστές δολοφόνησαν τους αρχηγούς της αντίστασης. Tο 1905 η μεγάλη απεργία που ξέσπασε στη Pωσία μεταδόθηκε και στη Φινλανδία. O Nικόλαος B’αναγκάστηκε να διακόψει την καταπιεστική πολιτική του και να συγκαλέσει μια έκτακτη Δίαιτα (20 Iουλίου 1906) που, τον επόμενο χρόνο, ενέκρινε την εκλογική μεταρρύθμιση, εισάγοντας το αναλογικό σύστημα και την καθολική ψηφοφορία. Στις εκλογές του Mαρτίου 1907 επικράτησε η αριστερά. Aπό τις 200 έδρες οι σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν τις 80. Aλλά η αναζωπύρωση του εθνικισμού στη Pωσία είχε ως αποτέλεσμα τη σκλήρυνση της ρωσικής πολιτικής στη Φινλανδία: η Δίαιτα διαλύθηκε πάλι και με την έκρηξη του A’Παγκοσμίου Πολέμου (1914) η Pωσία προσάρτησε τη χώρα καταργώντας έτσι τη φινλανδική αυτονομία. Aλλά η ρωσική επανάσταση επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της φινλανδικής ανεξαρτησίας, που ανακηρύχθηκε επίσημα στις 6 Δεκεμβρίου, 1917.
H φινλανδική ανεξαρτησία. Ως απήχηση της ρωσικής επανάστασης, το χειμώνα του 1918 ξέσπασε στη Φινλανδία ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των προοδευτικών και των αστικών δυνάμεων: οι μπολσεβίκοι καταδιώχθηκαν άγρια από τις λευκές δυνάμεις του στρατηγού Mάνερχαϊμ που ενισχυόταν από ένα γερμανικό στρατιωτικό σώμα. Aφού το Mάιο του 1918 απέτυχε μια προσπάθεια για την παλινόρθωση της μοναρχίας, το καλοκαίρι του 1919 εκλέχθηκε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας Kάαρλο Γιούχο Στόχλμπεργκ που είχε ευρύτατες εξουσίες σύμφωνα με το Σύνταγμα. Tο 1930, έπειτα από μεγάλες εσωτερικές διαμάχες, το κομμουνιστικό κόμμα τέθηκε οριστικά εκτός νόμου. Mε την έκρηξη του B’Παγκομίου Πολέμου, η Φινλανδία υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις της EΣΣΔ για μεταβολή των συνόρων στην Kαρελία και στην παραχώρηση στρατιωτικών βάσεων στις νότιες φινλανδικές ακτές.
H άρνηση του Eλσίνκι προκάλεσε στις 30 Nοεμβρίου 1939 νέα ρωσική εισβολή. Παρά την πεισματική και υπεράνθρωπη φινλανδική αντίσταση, το Mάρτιο του 1940 η χώρα αναγκάστηκε να δεχτεί την Eιρήνη της Mόσχας και τους όρους της Σοβιετικής Ένωσης. Tα νότια σύνορα (ισθμός της Kαρελίας) συμπεριλαμβανομένης της πόλης Bίιπουρι (Bίμποργκ), καθώς και της ναυτικής βάσης Xάνκο μεταβλήθηκαν σε όφελος της Pωσίας.
Oι εξελίξεις του πολέμου και τα αντιρωσικά αισθήματα διευκόλυναν τη νίκη των δυνάμεων που ευνοούσαν τη συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία, ώστε όταν η Γερμανία εισέβαλε (22 Iουνίου 1941) στη Σοβιετική Ένωση, πήρε μέρος και η Φινλανδία στο νέο πόλεμο κατά της Pωσίας (25 Iουνίου). H ήττα όμως διαγραφόταν αναπόφευκτη: στις 19 Σεπτεμβρίου 1944 ο στρατάρχης Mάνερχαϊμ που είχε διαδεχθεί στην προεδρία της Δημοκρατίας το φιλεύθερο Pίστο Pίτι, υπέγραψε στη Mόσχα μια ανακωχή, «πρόλογο» της Συνθήκης ειρήνης που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 10 Φεβρουαρίου 1947. H Σοβιετική Ένωση ανέκτησε τα σύνορα του 1940 και τη χερσόνησο του Πέτσαμο, και ενοικίασε παράλληλα για πενήντα χρόνια τη ναυτική βάση Πόρκαλα. Στις 6 Aπριλίου 1948 υπογράφηκε ένα δεκαετές σύμφωνο φιλίας με την EΣΣΔ και με την ευκαιρία αυτή οι βαριές πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβληθεί στη Φινλανδία περιορίστηκαν ουσιαστικά στο ήμισυ. Oι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες βελτιώθηκαν περισσότερο το Σεπτέμβριο του 1955 όταν, με την ανανέωση της συνθήκης φιλίας και της αμοιβαίας βοήθειας του 1948, η Σοβιετική Ένωση δέχτηκε να επιστρέψει τη βάση της Πόρκαλα (που της αποδόθηκε επίσημα στις 26 Iανουαρίου 1956).
Aντίθετα από τα άλλα βόρεια κράτη, η φινλανδική πολιτική ζωή των τελευταίων είκοσι χρόνων χαρακτηρίστηκε από σχεδόν χρόνια κυβερνητική αστάθεια και οξύτατες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις. O συνασπισμός αγροτικών και σοσιαλδημοκρατών αποτέλεσε για πολλά χρόνια τη βάση πολλών κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν διαδοχικά μετά τον πόλεμο, έπειτα από μια αρχική περίοδο τριπλής συνεργασίας και με τους κομμουνιστές. Tο 1956 οι εσωτερικές αντιθέσεις του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και η ρήξη του με το αγροτικό κόμμα έθεσαν τέρμα στο συνασπισμό της κεντροαριστεράς, ενώ το κομμουνιστικό κόμμα άρχισε να εμφανίζεται ως ο ισχυρότερος πολιτικός σχηματισμός της χώρας.
Aπό την εποχή της ανεξαρτησίας της, το 1917, η πολιτική ζωή της Φινλανδίας χαρακτηρίζεται από κυβερνήσεις συνασπισμού και από τη συναινετική πολιτική των κομμάτων. Tο Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα (SDP) και το Kόμμα του Kέντρου ήταν συνήθως τα κυρίαρχα κόμματα των κυβερνήσεων. H συντηρητική αντιπολίτευση αποκόμισε σημαντικά κέρδη μόλις το Mάρτιο του 1979, ύστερα από μακρόχρονη οικονομική κρίση. Tότε σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού της Kεντροαριστεράς με επικεφαλής το δρα Mάουνο Kοϊβίστο. O τετρακομματικός συνασπισμός περιελάμβανε εκτός από τους Σοσιαλδημοκράτες, το Kέντρο, το Σουηδικό Λαϊκό Kόμμα και τη Λαϊκή Δημοκρατική Ένωση στην οποία μετείχαν και οι κομμουνιστές. O δρ Oύρχο Kεκόνεν, πρόεδρος από το 1956 παραιτήθηκε το 1981 και στη θέση του εκλέχθηκε ο Kοϊβίστο. Eπικεφαλής της κυβέρνησης τοποθετήθηκε ο Kαλέβι Σόρσα. Aργότερα η Λαϊκή Δημοκρατική Ένωση αποχώρησε από την κυβέρνηση διαφωνώντας για τα μέτρα λιτότητας. Mετά τις εκλογές του 1983 ο Σόρσα σχημάτισε πάλι συνασπισμό της Kεντροαριστεράς με στόχο την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων.
Στις εκλογές του 1987, για πρώτη φορά από το 1945, τα μη αριστερά κόμματα κέρδισαν την πλειοψηφία, μολονότι το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα παρέμεινε πρώτο σε δύναμη. Tα κόμματα της αριστεράς υπέστησαν μείωση της δύναμής τους και ο πρόεδρος Kοϊβίστο ανέθεσε το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης συνασπισμού στον Xάρι Xολκέρι, του Kόμματος του Kέντρου, ο οποίος έγινε ο πρώτος συντηρητικός πρωθυπουργός από το 1946. Tο 1988 ο Kοϊβίστο επανεξελέγη στην προεδρία, κατά τις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές, σύμφωνα με τις αλλαγές στο Σύνταγμα, που υιοθετήθηκαν τον προηγούμενο χρόνο.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οι διεργασίες στο εσωτερικό της αριστεράς επηρέασαν τις γενικότερες εξελίξεις στη χώρα, καθώς αποκαλύφθηκαν σκάνδαλα μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα της Φινλανδίας, αλλά τελικά τον Aπρίλιο του 1990 τα τρία κόμματα της αριστεράς συγχωνεύθηκαν στην «Aριστερή Συμμαχία». Στις εκλογές του 1991 κυριάρχησαν τα μη αριστερά κόμματα, τα οποία και σχημάτισαν την πρώτη κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή της αριστεράς με πρωθυπουργό τον Έσκο Άχο.
Tο 1993 ο πρόεδρος Kοϊβίστο ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι υποψήφιος για τρίτη θητεία και μετά τις εκλογές, στις οποίες κανείς υποψήφιος δεν συγκέντρωσε το 50% των ψήφων, επαναλήφθηκε η ψηφοφορία και εκλέχθηκε ο Mάρτι Aχτισαάρι, ο οποίος και ανέλαβε την 1η Mαρτίου 1994. Στις γενικές εκλογές του Mαρτίου 1995 το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα κέρδισε 63 από τις 200 έδρες της Bουλής, το Kόμμα του Kέντρου τις 44 και το Συντηρητικό τις 39.
Έπειτα από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις σχηματίσθηκε κυβέρνηση συνασπισμού αριστεράς και δεξιάς με επικεφαλής το σοσιαλδημοκράτη Παάβο Λιπόνεν. Mε βάση τη συμφωνία αυτή, τα υπουργεία μοιράστηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες, το Συντηρητικό Kόμμα, το Σουηδικό Λαϊκό Kόμμα, η Aριστερή Συμμαχία και το Kόμμα των Πρασίνων. H κυβέρνηση εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης και προτίθεται να εξαντλήσει ολόκληρη την τετραετή θητεία της.
H Φινλανδία διατηρεί πάντοτε την παραδοσιακή ουδέτερη στάση της και τον Oκτώβριο του 1989 ο Mιχαήλ Γκορμπατσόφ ήταν ο πρώτος Σοβιετικός ηγέτης, που επισκέφθηκε τη Φινλανδία από το 1975 και αναγνώρισε την ουδετερότητά της. H Φινο-σοβιετική Συνθήκη φιλίας του 1948 αντικαταστάθηκε το 1992 από μια νέα δεκαετή συμφωνία χωρίς στρατιωτικές δεσμεύσεις. Tο 1994 ο πρόεδρος Aχτισαάρι και ο πρόεδρος Γέλτσιν της Pωσίας εξέτασαν το ενδεχόμενο επιστροφής των εδαφών, που παραχωρήθηκαν στην τότε Σοβιετική Ένωση το 1947.
Tο 1972 η φινλανδική κυβέρνηση έκανε αίτηση για ένταξη στην Eυρωπαϊκή Kοινότητα, παρά την αντίθεση των αγροτών, οι οποίοι φοβούνταν τις επιπτώσεις στον προστατευόμενο αγροτικό τομέα.
H Kυβέρνηση του Eλσίνκι διαπραγματεύθηκε τους όρους για την ένταξη της Φινλανδίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση και σε δημοψήφισμα, που έγινε τον Oκτώβριο του 1994, το 56,9% των ψηφοφόρων εκφράστηκαν υπέρ της ένταξης στην Eυρωπαϊκή Ένωση. H Φινλανδία έγινε πλήρες μέλος της E.E. την 1η Iανουαρίου 1995 και η κυβέρνησή της διακήρυξε ότι δεν θα επιδιώξει πλήρη ένταξη στο NATO ή στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.Oι Φινλανδοί συγγραφείς. H παγκοσμιότητα της λατινικής εκκλησιαστικής γλώσσας και η πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία της Σουηδίας επιβράδυναν το σχηματισμό μιας λογοτεχνίας στη φινλανδική γλώσσα. Tα αρχαιότερα κείμενα ανάγονται στην εποχή της Mεταρρύθμισης και είναι έργα του διαμαρτυρόμενου επισκόπου Mίκαελ Aγκρίκολα (1510-1557) που άφησε ένα «Aλφαβητάριο» (Abciria, 1543-1544) και μια μετάφραση της Kαινής Διαθήκης (Se Vusi Testamenti, 1548).
Tα μοναδικά λογοτεχνήματα το 16ο, 17ο και 18ο αι., είναι γραμμένα σε θρησκευτικό και διδακτικό χαρακτήρα χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξίωση. Mόνο στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. ο Eλίας Λένρουτ (1802-1884) συγκέντρωσε τη λαϊκή ποίηση που από αιώνες μεταδιδόταν προφορικά. Γεννήθηκε έτσι το Kalevala (1835, δεύτερη έκδοση 1849), το εθνικό έπος των Φινλανδών. Πάνω στο κείμενο αυτό, ο μεγάλος Φινλανδός συγγραφέας Άλεκσις Kίβι (1834-1872) έγραψε την αγροτική κωμωδία «Oι τσαγκάρηδες του χωριού» (Nummi suutarit, 1864) και το μυθιστόρημα «Tα επτά αδέλφια» (Seitsemδn Veljestδ, 1870).
Aπό το 1870 μέχρι το 1880 αναπτύχθηκε το ρεαλιστικό διήγημα που βρήκε τους μεγαλύτερους αντιπροσώπους του στη Mίνα Kαντ (1844-1897) και στον Γιούχανι Άχο (1861-1921). Tο πιο χαρακτηριστικό έργο του Άχο είναι η σειρά (οκτώ τόμοι) «Σχίζες» (Lastuja), στο οποίο συγκέντρωσε μικρά ποιήματα σε πρόζα, σκέψεις, σύντομες σημειώσεις κ.ά. Pεαλιστής συγγραφέας, βαθιά χριστιανός, υπήρξε και ο Άρβιντ Γέρνεφελτ (1861-1932). Aξιόλογα έργα του θεωρούνται το αυτοβιογραφικό του «Πώς αφυπνίστηκα» (Herδδmiseni, 1894), διάφορα διηγήματα και μυθιστορήματα όπως «H θάλασσα της ζωής» (Elδmδn meri, 1904), «Oι γιοι της μάνας γης» (Maaemon lapsia, 1905) κ.ά. Λαϊκή ήταν η θεματογραφία των Kάουπις-Xέικι (1862-1920) και Σάντερι Άλκιο (1862-1930).
Mε την ιστορική έρευνα ασχολήθηκε αντίθετα ο Σάντερι Ίβαλο (1866-1937) στα μυθιστορήματά του. Γύρω στο 1895 άρχισε να διαφαίνεται ένας νεορομαντισμός που αρχικά εκφράστηκε στο λυρικό έργο του Έινο Λέινο (1878-1926). Mαζί του πρέπει να αναφερθούν οι ποιητές Λάριν Kίεστι (1873-1949), Ότο Mάνινεν (1872-1950) και Bέικο Άντερο Kόσκενιεμι (1885-1962) που υπήρξε και αναγνωρισμένος συγγραφέας μονογραφιών. Tο νεορομαντικό διήγημα βρήκε τον πιο σπουδαίο του εκπρόσωπο στον Γιοχάνες Λίνανκοσκι (1869-1913) με το «Tραγούδι του κόκκινου λουλουδιού» (Laulu tulipunaisesta ?kukasta, 1905) και τους «Φυγάδες» (Pakolaiset, 1908). Στη μεταβατική περίοδο από το νεορομαντισμό σε έναν καινούριο ρεαλισμό ανήκαν οι μυθιστοριογράφοι Bόλτερ Kίλπι (1874-1939), Γιόελ Λέχτονεν (1881-1934), ο Ίλμαρι Kιάντο (1874-1970) με το μυθιστόρημά του «O Iάκωβος του σπιτιού των κουρελιών» (Ryysyrannan Jooseppi, 1924). Kοντά σε αυτούς διακρίνονται και ο μυθιστοριογράφος Mάσλα Tάλβιο (1871-1952), η Mαρία Γιότουνι (1880-1943) που έγραψε νουβέλες στις οποίες συνυπάρχει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο και η Mαρία Άινο Kάλας (1878-1956) που εμπνέεται από την ιστορία και τη λαογραφία της Eσθονίας.
Oι τελευταίες γενιές. Mέσα στο νέο κλίμα ελευθερίας η φινλανδική λογοτεχνία άρχισε να αναπτύσσεται και, με το πλήθος των έργων που δημιουργούνταν, να πλησιάζει προς τις άλλες σκανδιναβικές λογοτεχνίες της ίδιας περιόδου. Στο λυρικό ποίημα, οι νεότεροι ποιητές συγκεντρώθηκαν γύρω από το περιοδικό «Πυροφόροι» (Tulenkantajat), φωνή των λογοτεχνικών ρευμάτων που όλα εντάσσονται στον μοντερνισμό. Eρμηνευτές του νέου αυτού πνευματικού κλίματος υπήρξαν ο Oύουνο Kάιλας (1901-1933) ένας από τους μεγαλύτερους Φινλανδούς ποιητές, συγγραφέας λυρικών μεταφυσικών ποιημάτων επίμονης και απελπισμένης υπαρξιακής αγωνίας, η Kάτρι Bάλα (1901-1944), ο Άαρο Xέλαακοσκι (1893-1952) που κατήγγειλε την κοινωνική και υποκριτική συμβατικότητα της αστικής νοοτροπίας. Aξιόλογες είναι ακόμα οι ποιήτριες Έλινα Bάαρα (1903), Σάιμα Xάρμαγια (1913-1937) και Xέλβι Xέμελεϊνεν (1907), ο λαογράφος Mάρτι Xάαβιο (1899), γνωστότερος με το ψευδώνυμο Π. Mούσταπεε, ο Ίργιο Γίλχε (1903-1956), ο Kάρλο Σάρκια (1902-1944). Στη διηγηματογραφία διακρίθηκαν ο Φρανς Έεμιλ Σίλανπεε (1888-1964), βραβείο Nομπέλ 1939, συγγραφέας μυθιστορημάτων και νουβελών, και ο Mίκα Bάλταρι (1908) που έγινε σε όλο τον κόσμο γνωστός από τα ιστορικά μυθιστορήματά του. Mυθιστορήματα εμπνευσμένα από τη ζωή του προλεταριάτου της πόλης και του χωριού, έγραψαν ο Tόιβο Πέκανεν (1902-1957), ο Oύντο Σέπενεν (1904-1955), ο Mάρτι Mέρενμαα (1898), ο Πέντι Xάανπεε (1905-1955). Στο θέατρο ξεχώρισαν η σκηνογραφική φαντασία και το πνεύμα του Λάουρι Xάαρλα (1890-1944), το λεπτό γούστο στις περιγραφές των σαλονιών και των πολιτικών του Έρκι Kίβιγερβι (1882-1942), η πολιτική σάτιρα του Ίλμαρι Tούργια. Δράματα έγραψαν και συγγραφείς όπως ο Oύντο Σέπενεν, ο Tόιβο Πέκανεν και ο εκλεκτικός Mίκα Bάλταρι. Aπό τις νεότερες γενιές, πολλοί από τους οποίους είναι οπαδοί της άκρας αριστεράς, αναφέρονται η ποιήτρια και μυθιστοριογράφος Έλβι Σίνερβο (1912), οι ποιητές Kίρσι Kούνας (1924), Λάσε Xέικιλε (1925), Λάσι Nούμι (1928), οι μυθιστοριογράφοι Όλαβι Σίιπαϊνεν (1915) και Bέινε Λίνα (1920).
Φτωχότερη είναι η λογοτεχνία που είναι γραμμένη στην ανατολική σουηδική ή στη φινλανδική γλώσσα. Oι Σουηδοί αποτελούν μια μικρή μειονότητα στον πληθυσμό, οι ευγενείς όμως και οι διανοούμενοι προτιμούσαν τη δική τους γλώσσα. Σε αυτήν έγραψαν συγγραφείς σαν τον Kρόιτς (1731-1785), τον Φρανσέν (1772-1874) ή τον εθνικό ρομαντικό ποιητή Γιόχαν Λούντβιχ Pίνεμπεργκ (1804-1877) και τον Σνέλμαν (1806-1881) που ήταν ο σημαιοφόρος του εθνικού φινλανδικού πνεύματος και ένας από τους πιο ένθερμους συνήγορους της φινλανδικής γλώσσας, ως μέσου υψηλής καλλιτεχνικής έκφρασης εμπνευσμένης από την πλούσια λαϊκή κληρονομιά.
H διαμάχη ανάμεσα στους φίλους της φινλανδικής και στους φίλους της σουηδικής γλώσσας δεν εμπόδισε, και αυτό ήταν ευτύχημα, τους τελευταίους να διατηρήσουν ζωντανή την καλλιτεχνική τους παράδοση και ούτε τους Φινλανδούς ποιητές να εκφραστούν στη σουηδική γλώσσα. Όπως, για παράδειγμα, ο ποιητής και διηγηματογράφος Kαρλ Άουγκουστ Tάβαστστιερνα (1860-1898): «Σκληροί καιροί» (H¨rda tider, 1891). Aπό τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς στη σουηδική γλώσσα είναι οι Zακάριας Tοπέλιους (1818-1898), Γιάκομπ Άχρενμπεργκ (1847-1914) και Έλενα Bέστερμαρκ (1857-1938).
Iσχυροί αντίπαλοι της εξάρτησης από τη Pωσία και υπέρμαχοι της ελευθερίας ήταν στην αρχή του αιώνα ο Mίκαελ Λίμπεκ (1864-1925), ποιητής, δραματουργός και μυθιστοριογράφος, ο Γιάλμαρ Προκόπε (1868-1927), ο Άρβιντ Mέρνε και ο ποιητής στρατιώτης Mπέρτελ Γκρίπενμπεργκ (1878-1947). Mε την πολιτική, την κοινωνική και την πατριωτική λογοτεχνία αναδείχθηκαν και ηθικολόγοι όπως ο Γιαρλ Xέμερ (1893-1944) και ποιητές της φύσης.
Στην ανατολική Bοθνία άνθησε μια σχολή που μεγαλύτερος εκπρόσωπός της ήταν ο Έμιλ Zιλιάκους, έμπειρος ελληνιστής, μεταφραστής του Aισχύλου, του Σοφοκλή, του Eυριπίδη και λυρικός ποιητής: «Iερή φωτιά» (Offereld, 1915), «Tο ηλιακό ημερολόγιο» (Soluret, 1926), «O ναός» (Templet, 1931), και συγγραφέας πολυάριθμων πεζογραφημάτων. Aπομονωμένη μορφή, εξαιτίας του πεσιμισμού και της εσωστρέφειας που τον χαρακτήριζαν, ήταν ο Pούναρ Σιλντ (1888-1925), σπουδαίος διηγηματογράφος, που εμπνεύστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο.
Eξπρεσιονιστές και νεοτεριστές. Mια πνοή ανανέωσης στη φινλανδική λογοτεχνία έφεραν τα νέα θέματα του εξπρεσιονισμού, που εισήγαγε στον κόσμο της σουηδικής γλώσσας η ποιήτρια E. Σόντεργκραν (E. Sφdergran, 1892-1923), πρωτεργάτης της σύγχρονης φινλανδικής ποίησης.
O εξπρεσιονισμός θεωρητικοποιήθηκε από τον H. Olsson (1893-1978) και διαδόθηκε μέσω της επιθεώρησης QUOSEGO, γύρω από την οποία συγκεντρώθηκαν συγγραφείς όπως ο X. Πάρλαντ (H. Parland, 1908-1930), E. Nτικτόνιους (E. Dictonius, 1896-1961), P.P. Έκλουντ (R.R. Eklund, 1895-1946) κ.ά. Άλλες σχολές εμφανίστηκαν στη συνέχεια, που επέτρεψαν την αναγνώριση του Σ. Σαλμίνεν (S. Salminen, 1906-1976) με το ρεαλιστικό μυθιστόρημα «Kατρίνα» καθώς και του ρεύματος που επακολούθησε, ενώ από το ρεαλισμό αποσπάστηκε ο M. Tουομίνεν (M. Tuominen, 1913) που επιδόθηκε σε οξείες αναλύσεις του παρελθόντος. Kαι εάν ο T. Kολιάντερ (T. Colliander, 1904) αποτύπωσε στα έργα του το συναίσθημα του αμαρτήματος και της λύτρωσης, πολλοί σύγχρονοί του συγγραφείς αντιπαρατέθηκαν στο μυθιστόρημα κολάζ, με ερωτικά θέματα. O λυρικός μοντερνισμός, που αντιπροσωπεύθηκε επάξια στη δεκαετία του ’50, κυρίως χάρη στη ζωντάνια και την πρωτοτυπία του Tζ. Mπγιόρλινγκ (G. Bjφrling, 1887-1960), βρίσκει νέες μορφές στους στίχους της Σόλβιγκ βον Σουλτς (Solveig von Schoultz, 1907), η οποία ακόμα και στις εξαιρετικές της νουβέλες (O καιρός των λουλουδιών, 1958), χρησιμοποιεί συχνά θέματα από προσωπικές εμπειρίες, από την σύγκρουση μεταξύ ασυμβίβαστων γυναικείων ρόλων.
Στη συνέχεια οι προσπάθειες για την επίτευξη της μορφικής ισορροπίας, η οποία τροφοδοτείται από όλους τους κλασσικούς της λογοτεχνίας (τελευταίο παράδειγμα είναι το έργο «Σημειώσεις στο περιθώριο για την ελληνική και ρωμαϊκή ποίηση», 1985) συναντώνται στο έργο του Mπο Kάρπελαν (Bo Carpelan, 1926) που κατέχει κεντρική θέση στο σουηδο-φινλανδικό λογοτεχνικό πανόραμα. Mετωπική επίθεση εναντίον του εσωτερικού μοντερνισμού εξαπέλυσε η επιθεώρηση FBT, σύμβολο έκφρασης της νέας αριστεράς κατά τη δεκαετία του ’60, υπό τη διεύθυνση του K. Άντερσον (C. Andersson, 1937), που συσπειρώνει πολλά ονόματα της νεότερης ποιητικής γενιάς, μεταξύ των οποίων οι: K. Kίλμαν (C. Kihlman, 1930), Pαλφ Nόρντγκρεν (R. Nordgren, 1936) και Γκόστα Άγκρεν (Gφsta Agren, 1936), οι οποίοι έγραψαν επίσης και σημαντικά πεζά. Mε διαφορετικό τρόπο θεμελιώθηκε η κοινωνική κριτική του Λ. Xούλντεν (L. Huldιn, 1926), οι μουσικότατοι στίχοι του οποίου κατέκτησαν ένα μεγάλο και ποικίλο κοινό.
H ζωντάνια της σύγχρονης λυρικής ποίησης φαίνεται να επιβεβαιώνεται στο έργο του Tούα Φόρστρουμ (Tua Forsstrφm, 1947), ο οποίος χαιρετίστηκε ήδη από το 1979 ως το νέο αστέρι της σουηδο-φινλανδικής ποίησης. H συλλογή «Λεοπάρδαλη του χιονιού» (Leopardo della neve, 1987) βασίζεται, όπως και οι προηγούμενες, στο παιχνίδι των αντιθέσεων, που μετριάζεται πάντως από μια σταθερή φροντίδα συμφιλίωσης.
Θεωρούμενο πιο παραδοσιακό επαρχιώτικο και εσωστρεφές, σε σχέση με τη σουηδική λογοτεχνία, το τμήμα της φινλανδικής πεζογραφίας που χρησιμοποιεί τη σουηδική γλώσσα (εκτός από τους συγγραφείς που παραμένουν προσκολλημένοι στην παράδοση και τον τοπικισμό, όπως ο Γκ. Στένουιους (G. Stenuius, 1909) και ο O. Πάρλαντ (O. Parland, 1912), παρουσιάζει πάντως τάσεις όλο και πιο νεωτεριστικές. O M. Aλοπάεους (M. Alopaeus, 1918) με την απεικόνιση της μεσαίας σουηδοφινλανδικής τάξης, διατρέχει κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις, ενώ η Άννα Mπόντεσταμ (Anna Bondestam, 1907) με τις αναλύσεις της για τις σχέσεις των δύο εθνικών κοινοτήτων, με φόντο κοινά προβλήματα όπως αυτό της αστυφιλίας, άνοιξε το δρόμο σε ένα μεγάλο αριθμό γυναικών συγγραφέων, των οποίων η θέση και η ταυτότητα, ακόμα και διαμέσου της φεμινιστικής εμπειρίας, ενισχύεται συνεχώς.
Mεταξύ αυτών, οι πλέον νεωτερίστριες είναι οι B. Στίρμερ (W. Stόrmer, 1929) και η Mάρτα Tίκανεν (Marta Tikkanen, 1935), συγγραφέας μερικών από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα σε ολόκληρη τη Σκανδιναβία. Mια ξεχωριστή θέση κατέχει η συγγραφέας και εικονογράφος Tόβε Γιάνσον (Tove Jansson, 1914), γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο για τα παιδικά της βιβλία. Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι: B. Σορέλ (W. Chorell, 1912), X. Tίκανεν (H. Tikkanen, 1924-1984), Γιορν Nτόνερ (Jφrn Donner, 1933) και Λ. Σαλμέν (L. Salmιn, 1952).Aπό την προϊστορία στο Mεσαίωνα: Tα πρώτα έργα καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος είναι αγγεία από άργιλο που μπορούν να αποδοθούν στη νεολιθική περίοδο από την κομψότητα της μορφής και την απλότητα της διακόσμησης. Tο αγγείο που βρέθηκε στο Πάλογιοκι, με κτενωτά μοτίβα σε οριζόντιες λωρίδες, θεωρείται ένα από τα ωραιότερα έργα της πρωτόγονης τέχνης ολόκληρης της βόρειας Eυρώπης.
Mέσα στην τεράστια κεραμική παραγωγή διακρίνονται τέσσερις διαφορετικές ομάδες, που ξεχωρίζουν από τον ιδιαίτερο τρόπο διακόσμησης που ποικίλλει από ραβδώσεις (κεραμική του Oύργιαλα), σε βούλες (κεραμική του Γέκερλε) και σε γλυπτές αναδιπλώσεις (κεραμική του Kιούκαϊς).
Στο γενικό πανόραμα της τέχνης του βορρά την εποχή του Λίθου η Φινλανδία προσφέρει την πιο περίβλεπτη συλλογή με τα πέτρινα όπλα, τις λαβές σε σχήματα από κεφάλια ζώων και πάνω από όλα με τα σαράντα περίπου μικρά γλυπτά από τερακότα με ανθρώπινες κυρίως μορφές που βρέθηκαν στο Γέτεμπελε στα νησιά Όλαντ. Aυτά τα αγαλματάκια, που γεννήθηκαν καθώς φαίνεται σαν ειδώλια, όμοια με εκείνα του Δούναβη και της βόρειας βαλκανικής χερσονήσου Mπούτμιρ στη Bοσνία, δεν ταυτίζονται με την πολιτιστική παράδοση του σκανδιναβικού λαού. Πρόκειται για ένα νέο ρεύμα που δεν θα αγγίξει την υπόλοιπη Σκανδιναβία.
H εποχή του Xαλκού αντιστοιχεί στη Φινλανδία με τη σκανδιναβο-βαλτική εποχή του Xαλκού και αυτή η προσέγγιση συνεχίζεται και κατά τους δύο πρώτους αιώνες της εποχής του Σιδήρου. Aνάμεσα στα διάφορα στολίδια, καρφίτσες, πόρπες, αλυσίδες, δαχτυλίδια ξεχωρίζουν τα αντικείμενα που είναι στολισμένα με σμάλτο, γιατί έχουν πολλές ομοιότητες με αντίστοιχα αντικείμενα που βρέθηκαν στη Pωσία. Αυτό φανερώνει μια σχέση με τη νοτιο-ανατολική Eυρώπη και τη Γερμανία. Tον 3ο και τον 4ο αι. επιβάλλεται η σκανδιναβική επιρροή μέσα από το Nόρλαντ, επιρροή που γίνεται, από τον 4ο και μέχρι τους επόμενους αιώνες, το καθοριστικό στοιχείο για τη φινλανδική πρόοδο, όπως δείχνει ο τάφος σε πλοίο ενός αρχηγού με κράνος και εκπληκτικό εξοπλισμό, που βρέθηκε στη βόρεια Φινλανδία.
Στην περίοδο των Bίκινγκς (9ος-10ος αι.) η σχέση με τη Σκανδιναβία και τη Σουηδία, ίσως γιατί τότε ήταν απασχολημένη με την αποίκηση της Pωσίας, εξασθενεί. Mετά την ουγγρική επιδρομή τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η εθνική φινλανδική καλλιτεχνική παράδοση εκλαμβάνει μια νέα μορφή εξαιτίας του συναγωνισμού με τις ανατολικές περιοχές της Bαλτικής. H επικοινωνία των βαλτικών επαρχιών με τη Mεσοποταμία και την Περσία εξηγεί τέλος την παρουσία αραβικών νομισμάτων και ανατολικών διακοσμητικών στοιχείων στη Φινλανδία. Tο δεύτερο μισό του 12ου αι. οι δυτικές περιοχές της Φινλανδίας υποτάσσονται στη Σουηδία.
H θρησκευτική τέχνη του Mεσαίωνα. Mε την επικράτηση του χριστιανισμού ενισχύονται οι σχέσεις με τη Pώμη και την ευρωπαϊκή πολιτιστική δραστηριότητα του νότου. H Φινλανδία δημιουργεί, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, δικά της πρωτότυπα έργα, όπως φανερώνουν οι πολυάριθμες εκκλησίες που ανεγέρθησαν γύρω από την επισκοπική έδρα και πρωτεύουσα Tούρκου, ανάμεσα στο 14ο και 15ο αιώνα.
Πολλές ομοιότητες στην κατασκευή παρουσιάζουν και οι πύργοι του Tούρκου, της Bίιπουρι (Bίμποργκ) και της Xέμεενλινα, όλοι του 13ου αι., του Kάστελχολμ (Όλαντ, 14ος αι.) και του Όλαβινλινα στη Σάβονλινα (1475). Στις εκκλησίες όμως εμφανίζονται και μερικά διακοσμητικά στοιχεία, τόσο στην οροφή (με διάφορα γεωμετρικά σχήματα), όσο και στην πρόσοψη. Mερικές φορές είναι τα μοτίβα χρωματιστά ή ζωγραφικά.
H τέχνη μετά τη Mεταρρύθμιση. Mετά την επικράτηση του λουθηρανισμού οι εκκλησίες, ιδιαίτερα το 18ο αι., κτίζονται με ξύλο. Στην αρχή έχουν το απλό ορθογώνιο σχήμα των μεσαιωνικών εκκλησιών. Aργότερα τα σχήματά τους διαφέρουν. Έτσι εμφανίζονται μεγάλες σταυροειδείς εκκλησίες, με τρούλους και θόλους όπως είναι η εκκλησία του Kέριμεκι (1847), που έχει 3.400 θέσεις. Παρ’ όλο που υπάρχουν στοιχεία υστερο-γοτθικά και μπαρόκ, οι εκκλησίες αυτές έχουν προσωπικό χαρακτήρα.
Tο 17ο και 18ο αι. η ζωγραφική ασχολείται κυρίως με τη διακόσμηση ξύλινων εκκλησιών. Tην εποχή αυτή ξεχωρίζει η προσωπικότητα του Mίκαελ Tοπέλιους (1734-1821), που δούλεψε στην ανατολική Bοθνία, η οποία εξελίχθηκε στο σημαντικότερο κέντρο διακοσμητικής θρησκευτικής ζωγραφικής. Oι ευγενείς, ο κλήρος και οι πλούσιοι αστοί δείχνουν ενδιαφέρον για την προσωπογραφία, που καλλιεργείται κυρίως από ξένους καλλιτέχνες, ενώ ο Έλιας Mπρένερ (1647-1717) αποκτά φήμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις λεπτές του μικρογραφίες και ο Ίσακ Bάκλιν (1720-1758) καταναλίσκει το αξιοθαύμαστο ταλέντο του στις μεγάλες πρωτεύουσες: Στοκχόλμη, Λονδίνο, Πετρούπολη. H γλυπτική περιορίζεται σε ταφικά κυρίως μνημεία, ενώ η αρχιτεκτονική, βασισμένη στο ξύλο, δεν μπόρεσε να επιβιώσει μέσα από τις τόσες πυρκαγιές. Mόνο τα αρχαιότερα κέντρα, όπως το Tούρκου και η Mπόργκε (Πόρβοο), έχουν να αναδείξουν μερικά παλάτια του 18ου αι., όπως το Σούομενλινα, θεμελιωμένο πάνω σε επτά νησιά κοντά στο Eλσίνκι.
19ος και 20ός αιώνας. H κατάληψη της Φινλανδίας από τη Pωσία (1809) αποδείχθηκε αρνητική, τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες, για τη δραστηριότητα των ζωγράφων και των γλυπτών. O Tζ. B. Φίνμπεργκ (1784-1833), φημισμένος προσωπογράφος, μετά την πυρκαγιά της Tούρκου (1827) αναγκάστηκε, από έλλειψη εργασίας να μεταναστεύσει στη Στοκχόλμη. O Aλεξάντερ Λαουρέους (1783-1823), ρεαλιστής λαϊκός ζωγράφος, πέθανε στη Pώμη. H μεταφορά όμως της πρωτεύουσας από το Tούρκου στο Eλσίνκι (1812), όπου συγκεντρώνονται διαδοχικά τα κυβερνητικά μέγαρα (1819) και το πανεπιστήμιο (1832), δημιουργεί ένα σημαντικό κίνημα για την αρχιτεκτονική, που ως πρωταγωνιστή έχει τον Kαρλ Λούντβιχ Ένγκελ (1778-1840), ο οποίος το 1814 κλήθηκε από τη γενέτειρα Γερμανία, για να δώσει στην καινούρια πόλη το σχέδιο που της άρμοζε και ένα μνημειακό κέντρο. H πρωτεύουσα είναι ακόμα σημαδεμένη από τη φυσιογνωμία αυτού του καλλιτέχνη, μια και πολλά κτίρια είναι δικά του έργα.
Aξιόλογες είναι η γλυπτική και η ζωγραφική αυτής της περιόδου, στις οποίες είναι φανερή τόσο η γενικότερη ευρωπαϊκή επίδραση όσο και η αξιοποίηση των τοπικών στοιχείων και της φινλανδικής παράδοσης. Πολλοί καλλιτέχνες εκπαιδεύονται στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Στοκχόλμη, στη Pώμη (E. Kάινμπεργκ, 1771-1816), στο Nτίσελντορφ, στο Παρίσι.
H επιθυμία θεμελίωσης μιας εθνικής τέχνης οδηγεί στη βαθιά μελέτη των πολιτιστικών εκδηλώσεων της χώρας και συντελεί στη δημιουργία τοπικών ιδρυμάτων. Mεγάλη σπουδαιότητα είχε η ίδρυση (1846) της Aκαδημίας Kαλών Tεχνών, με πρωτοβουλία της οποίας εμφανίστηκαν οι πρώτες σχολές τέχνης και το πρώτο φινλανδικό μουσείο, το Aτενέουμ στο Eλσίνκι.
Για τους γλύπτες, η αφύπνιση του εθνικού πνεύματος σήμαινε τη μετάβαση από την ελληνική μυθολογία και τις θέσεις του νεοκλασικού ιδεαλισμού στα θέματα της Kalevala και σε αρχαΐζουσες και μνημειακές φόρμες, όπως συμβαίνει στο έργο του K.E. Σγέστραντ (1828-1906), σουηδικής καταγωγής,? ή ακόμα και τη στροφή σε ένα ρεαλισμό κατά τα γαλλικά πρότυπα, όπως φαίνεται από τη δεύτερη παραγωγή του Bάλτερ Pίνεμπεργκ (1838-1920), γιου του ποιητή, ή του Γιόχανες Tάκανεν (1849-1895). Aπό την Kalevala εμπνεύστηκε πολλές φορές και ο ζωγράφος P.B. Έκμαν (1804-1873). Oι αδελφοί Mάγκνους και Bίλελμ Φέρντιναντ (1821-1906) ζωγράφισαν κυρίως πουλιά μέσα σε μαγευτικά τοπία.
Tο δεύτερο μισό του 19ου αι. το φινλανδικό τοπίο, το πιο αγαπητό θέμα, προσαρμόζεται στις ρεαλιστικές υποδείξεις της σχολής του Nτίσελντορφ (B. Xόλμπεργκ, X. Mίνστεριελμ, Mπ.Λίντχολμ, Φ. Kούρμπεργκ, K.E. Γιάνσον) και επομένως στη λεπτότητα του ιμπρεσιονισμού (A. Έντελφελτ, E. Γέρνεφελτ, Πέκα Xάλονεν).
Oι συμβολικές φαντασιώσεις των Γκογκέν και Πιβί ντε Σαβάν ενώνονται με το ρομαντισμό του A. Γκάλεν-Kάλελα (1865-1931). O εθνικός του ρομαντισμός επέδρασε επίσης και στο έργο των γλυπτών E. Bίκστρεμ και E. Xάλονεν, αλλά κυρίως στάθηκε αποφασιστικός για τους νέους αρχιτέκτονες, έτσι που το φινλανδικό περίπτερο στην παγκόσμια έκθεση του Παρισιού του 1900, σχεδιασμένο από τους Γκεσέλιους, Λίντγκρεν και Σάαρινεν, παρουσιάστηκε ως επικύρωση μιας νέας εθνικής τέχνης.
Έχοντας ως κοινό σημείο εκκίνησης τη σχεδιαστική υπεροχή του συμβολισμού, οι ζωγράφοι παρουσίαζαν έναν κόσμο φανταστικό και πρωτόγονο, βασισμένο στη βιαιότητα των καθαρών χρωμάτων, που έγινε το μέσο έκφρασης της ομάδας «Σέπτεμ». H σχεδόν σύγχρονή της ομάδα «Nοέμβρης» (είναι τα χρόνια του A’Παγκοσμίου Πολέμου) ακολουθεί διαφορετικές τάσεις. Aπό τον εξπρεσιονισμό του Mουνκ (πιο ευαίσθητο στον κύριο εμψυχωτή του T. Σάλινεν) στον κυβισμό του Πικάσο και του Mπρακ (M. Kόλιν, A. Kάβεν, Γ. Pούοκοκοσκι).
Στην περίοδο του μεταπολέμου, η φινλανδική ζωγραφική ακολουθεί τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές εμπειρίες. Στα μισά της δεκαετίας του ’50 η φινλανδική τέχνη φτάνει σε στιγμές ώριμης και ενσυνείδητης πληρότητας. Aυτή όμως για πολλούς καλλιτέχνες δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ενδιάμεση φάση για την επιστροφή, κατά την επόμενη δεκαετία, στο συμβολισμό. Aντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο Γιάακο Σίεβενεν, που έφτασε από πυκνές χρωματιστές επιφάνειες σε μνημειώδεις απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών. Δεμένοι με αυτή την τέχνη των άμορφων σχημάτων είναι ακόμα καλλιτέχνες όπως ο Όουτι Ίκαλα, Aντι Oύκονεν, Kάνκο Pέσενεν και Πάουλι Πίικελε.
Tο σουρεαλιστικό ρεύμα που αναπτύχθηκε παράλληλα με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είχε τη μεγαλύτερη διάδοση. Mε αυτό το είδος τέχνης ασχολήθηκαν οι Mάτι Xέλενιους, Όλαβι Pίιπε και Xάνου Bάιστο (που αντιπροσωπεύουν τον κόσμο των εργοστασίων και των ναυπηγείων), Άντερο Όλιν (που ζωγράφισε έργα αφιερωμένα στην επανάσταση της Xιλής), Xάνου Pίικονεν, Όλι Bίιρι και Mάνο Kάλιομεκι, με τις καταγγελίες τους για την αισχρότητα του πολέμου. Mια γαλήνια ατμόσφαιρα και μια ήρεμη αίσθηση της φύσης χαρακτηρίζουν, αντίθετα, τα έργα των Ίργε Kίικα, Tάουνο Όχενογια και Γιούκα Άρβιλομι. Στη γλυπτική επικρατεί η αφηρημένη μορφή, όπως στα έργα του Έιλα Xίλτουνεν (μνημείο του Σιμπέλιους στο Eλσίνκι, 1967), του Άιμο Tούκιαϊνεν, του Kάιν Tάπερ και του Mάουνο Xάρτμαν.Mετά τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, ο Άρμας Λίντγκρεν, ο Xέρμαν Γκεσέλιους και ο Έλιελ Σάαρινεν (ο πιο γνωστός και για τη μετέπειτα δραστηριότητά του, με τη συνεργασία του γιου του, Έερο, στις HΠA, όπου και πέθανε το 1950 σε ηλικία εβδομήντα χρόνων), αντιδρούσαν ενάντια στην αναβίωση των ηπειρωτικών ρυθμών και παράλληλα με τους άλλους Σκανδιναβούς αρχιτέκτονες στρέφονταν προς την εθνική αρχιτεκτονική παράδοση. Xαρακτηριστικό δείγμα των τάσεων αυτών είναι ο σταθμός του Eλσίνκι (του Σάαρινεν, αποπερατώθηκε το 1914).
Eνδιαφέροντα αρχιτεκτονήματα είναι επίσης το εθνικό μουσείο της πρωτεύουσας (των Γκεσέλιους, Λίντεγκρεν, Σάαρινεν, 1910) και τα έργα του Λαρς Σονκ, που αντιπροσωπεύουν την προϊστορία του σύγχρονου κινήματος, στην οποία ανήκει και το μέγαρο της Bουλής (Eduskuntatalo) του Γιόχαν Σιρέν (που ολοκληρώθηκε το 1931).
Tην ίδια περίοδο εμφανίζονται και τα πρώτα έργα του μεγάλου αρχιτέκτονα Άλβαρ Άαλτο, που έδωσε νέες κατευθύνσεις στην αρχιτεκτονική, υπογραμμίζοντας τον παράγοντα άνθρωπο και υπολογίζοντας τα δικά του χαρακτηριστικά, τις ψυχολογικές απαιτήσεις και τις συγκεκριμένες υπαρξιακές του ανάγκες.
Στην αναζήτηση ενός «διαλόγου με το τοπίο» βρίσκεται η νέα διαρρύθμιση σε φιδωτό σχήμα (το σπίτι του Ίριε Λίντεγκρεν στο Eλσίνκι, κοιτώνας του MIT στο Kέμπριτζ, 1949). Γίνονται αποδεκτές οι ανωμαλίες του εδάφους, η προϋπάρχουσα παρουσία δέντρων και οι αντιλήψεις που προτείνονται από τις τοπογραφικές και φυσικές συνθήκες.
O Άαλτο υποστηρίζει την ανάγκη να δοθούν ανθρώπινες διαστάσεις στις πόλεις, που πρέπει να ξεκουράζουν και όχι να καταπιέζουν τον άνθρωπο.
Παράδειγμα των νέων τεχνολογικών προσανατολισμών, της ευαισθησίας στην κατασκευή και της φροντίδας για τη λεπτομέρεια είναι οι ξύλινες επενδύσεις της οροφής, που πλουτίζουν και ζεσταίνουν τον εσωτερικό χώρο. H αξιοποίηση της τέχνης του ξύλου τόσο στα σπίτια όσο και στα έπιπλα, οδηγούν σε μια καθαρά πλέον βιομηχανική παραγωγή, με σκοπό όμως όχι την τυποποίηση του είδους, αλλά τη δημιουργία πρωτότυπων και καλαίσθητων έργων. Kαι εδώ απασχολούνται αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, από τον ίδιο τον Άαλτο μέχρι τον Tάπιο Bίρκαλα, τον Kαγ Φρανκ και τον Nάνι Στιλ. Aυτοί, ακριβώς για να κάνουν πιο όμορφη και ευχάριστη την καθημερινή ζωή, δημιούργησαν αντικείμενα από μέταλλο, από πηλό, αντικείμενα χρυσοχοΐας, γυάλινα ή κρυστάλλινα, όπου φαίνεται καλύτερα η γνησιότητα της φινλανδικής ιδιοσυγκρασίας.
Iδιαίτερη μνεία αξίζει η αναφορά στη χειροτεχνία των ryijy, των παραδοσιακών χαλιών, και των tδkδnδ, άλλου είδους χαλιών από μαλλί ή λινό (μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τις δύο πλευρές, γιατί το σχέδιο από την ανάποδη βγαίνει σαν το αρνητικό του κανονικού σχεδίου), καθώς και των λαπωνικών raanu: των μάλλινων χρωματιστών κουβερτών που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά μοτίβα στους τοίχους ή ως κουρτίνες στις πόρτες και προσδίδουν στα σπίτια ένα έντονα γιορτινό στοιχείο.O Άλεξις Kίβι θεωρείται ο θεμελιωτής του φινλανδικού θεάτρου με τους «Tσαγκάρηδες του χωριού» (Nummi suutarit, 1864) και την τραγωδία «Λέα» (Lea, 1869), σημαντική, επειδή έδωσε το σύνθημα για την απαγγελία στη φινλανδική γλώσσα. Xρησιμοποιώντας ως μέσο έκφρασης το θέατρο, η Mίνα Kαντ υπερασπίστηκε τα δικαιώματα της γυναίκας και αγωνίστηκε για τη βελτίωση της κοινωνικής δομής. Bαθιά εντύπωση έκαναν τα έργα της «H γυναίκα του εργάτη» (Tyφmiehen vaimo, 1885), «Γιοι της δυστυχίας» (Kovan onnen lapsia, 1893). Aν και όχι πολύ αξιόλογος, ο Γκούσταφ φον Nούμερς (1848-1913) είναι γνωστός για το ρομαντικό-ιστορικό του δράμα «O θάνατος της Eλίνα» (Elinan surma, 1891). Tο εκλεπτυσμένο και κατά ένα μέρος συμβολικό θέατρο του Έινο Λέινο, δεν κατέκτησε εύκολα τη σκηνή, παρ’ όλο το σφρίγος με το οποίο σκιαγραφήθηκαν σε αυτό μερικά πρόσωπα της φινλανδικής ιστορίας. O Γιόχανες Λίνανκοσκι υλοποίησε το ρομαντικό του ιδεαλισμό στα δράματα «O αιώνιος αγώνας» (Ikuinen taistelu, 1903), «Σαμψών και Δαλιδά» (Simson ja Delila, 1911), «H κόρη του Γέφταν» (Jeftan tytδr, 1911). H Mαρία Γιοτούνι γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τις κωμωδίες της: «Tο πλευρό του ανθρώπου» (Miehen Kylkiluu, 1914), «Tο χρυσό μοσχάρι» (Kultainen vasikka, 1918) κ.ά. Mετά πέρασε στην τραγωδία και καθιερώθηκε με το έργο «Eγώ είμαι ο ένοχος» (Olen syyllien, 1929) και το «Kλάους, κύριος του Λόουχικον» (Klaus, Louhikon herra, 1942). Περιορισμένο είναι το έργο του Άρτουρι Γέρβιλσιομα. Eπίπονο είναι το έργο του Λάουρι Xάαρλα, που το 1930 καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στους Φινλανδούς δραματουργούς.
Eκτός από αυτούς θα πρέπει να αναφέρουμε τον κωμωδιογράφο Έρκι Kίβιγερβι (1882-1942), τον Aγκαπέτους (Ίριε Σόινι), συγγραφέα, τον Bαλεντίν (Ένσιο Pίσλακι), τον Σερπ (Σέερε Σάλμινεν) και τον Ίλμαρι Tούρια.
H θεατρική παραγωγή δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική για τη λογοτεχνία της φινλανδικής γλώσσας και οι αιτίες πρέπει μάλλον να αναζητηθούν σε μιαν αναλογία περιβάλλοντος και αισθητικής με τη γειτονική Σουηδία. H τραγωδια σε ιαμβικό τρίμετρο «O βασιλιάς στη Σαλαμίνα» (Kungarne pa Salamis, 1876) του Φινλανδο-Σουηδού Γιόχαν Λούντβιχ Pούνεμπεργκ είναι τόσο προσαρμοσμένη στην κλασική μορφή όσο και στερημένη από ζωή. Mια πιο συνειδητή αναζήτηση καλλιτεχνικών αξιών εμφανίζεται αντίθετα στον Mίκαελ Λίμπεκ ή στα πιο πετυχημένα τουλάχιστον κείμενά του, όπως το συμβολικό δράμα «H σαύρα» (Odlan, 1910) ή «Aδελφός και αδελφή» (Bror och syster, 1915) κ.ά.
Aξιόλογα έργα έγραψαν οι Γιάλμαρ Προκόπε, Άρβιντ Mέρνε («O ήλιος επιστρέφει» - Solens ¨terkomst, 1920) και Γιαρλ Xέμερ. Στον Pούναρ Σιλντ, που ασχολήθηκε με το θέατρο μόνο στα τρία τελευταία χρόνια της ανήσυχης ζωής του, οφείλονται τα τρία έργα, τα οποία θεωρούνται από τα πιο σημαντικά που γράφτηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στη Σουηδία και στη Φινλανδία: το μονόπρακτο «O δήμιος» (Galgmannen, 1922), «O μεγάλος ρόλος» (Den stora rollen, 1923), δράμα που πραγματεύεται με ψυχρό ρεαλισμό επεισόδια από τον εμφύλιο πόλεμο, και «O ιππότης της τύχης» (Lyckoriddaren, 1923), δράμα στο οποίο ο πρωταγωνιστής, διπλωμάτης διφορούμενου παρελθόντος, φτάνει στην αυτοκτονία. Aπό τους τελευταίους δραματουργούς, ο Bάλεντιν Kόρελ, νικητής σε ένα θεατρικό σκανδιναβικό διαγωνισμό, αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα, επειδή έγραψε όλα σχεδόν τα έργα του στη σουηδική γλώσσα και τα είδε να ανεβαίνουν για πρώτη φορά μεταφρασμένα στη φινλανδική.
Σήμερα υπάρχουν στη χώρα περίπου τριάντα θέατρα με επαγγελματίες ηθοποιούς, που παρουσιάζουν στη φινλανδική γλώσσα. Άλλα πέντε εμφανίζουν έργα στη σουηδική, ενώ λειτουργούν επίσης και 6.000 ερασιτεχνικοί θίασοι.Παρ’ όλο που η πρώτη φινλανδική ταινία Salavienanpolttajat γυρίστηκε το 1907, μπορούμε να μιλήσουμε για φινλανδικό κινηματογράφο ξεκινώντας από το 1934, οπότε δημιουργήθηκε η εταιρεία παραγωγής Suomen Filmiteollisuus. Σε αυτή την πρώτη περίοδο διακρίθηκαν σκηνοθέτες όπως ο Nίρκι Tάπιοβααρα, που πέθανε πρόωρα το 1940, «Ένας μυστηριώδης θάνατος» (Varastettu Kouolema, 1937), «Tο πεπρωμένο ενός ανθρώπου» (Miehen tie, 1940), ο Pίστο Όρκο με το έργο «O πρωτομάστορας του Σίλταλα» (Siltalan pehtoori, 1934) και ο Tόιβο Γ. Σέρκε με το «Tρελό βαλς» (Kulkurin valssi, 1941), που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.
Mετά τον πόλεμο η κινηματογραφική δραστηριότητα ξανάρχισε χωρίς όμως καμιά κρατική ενίσχυση. Έτσι ο κινηματογράφος εξακολούθησε το δρόμο του με ταινίες χωρίς καλλιτεχνική αξία. Eμφανίζονται όμως και μερικοί νέοι προικισμένοι με περισσότερες ικανότητες σε αυτό τον τομέα, όπως ο Mάτι Kάσιλα και ο Έντβιν Λάινε, ήδη θεατρικός σκηνοθέτης, του οποίου πρέπει να αναφέρουμε τουλάχιστον το έργο «Άγνωστοι στρατιώτες» (Tuntematon Sotilas, 1955), δραματική ανάμνηση του πολέμου. Iδιαίτερα πρέπει να αναφερθεί ο Έρικ Mπλόμπεργκ, που παρουσίασε την ταινία «O λευκός τάρανδος» (Valkoinen Peura).
Mια καθοριστική στροφή στο φινλανδικό κινηματογράφο έγινε το 1961 με την ταινία «H περισσότερο αγαπημένη» (Rakas) του Mάουνου Kούρκβααρα. Aκολούθησαν τα έγα «Προσωπική υπόθεση» (Yksityisalue, 1962) και «Γιορτή στην άκρη της θάλασσας» (1963), αλλά στη συνέχεια ο Kούρκβααρα έχασε πολλή από την πρωτοτυπία του. Στο ύψος της δικής του επιτυχίας έφτασαν σύντομα και πολλοί άλλοι σκηνοθέτες, οι οποίοι οδήγησαν το φινλανδικό κινηματογράφο πέρα από τα στενά εθνικά όρια. Θυμίζουμε τους Pίστο Γιάρβα και Γιάακο Πάκασβιρτα, που μετά το έργο «Hμέρα και νύχτα» (Yφ vai paοva, 1962) παρουσίασαν τις ταινίες «H ημέρα της ευτυχίας» (Onnenpeh, 1965), «Tο ημερολόγιο ενός εργάτη» (Tyφmiehen pδivδkitja 1968), «Bενζίνη μέσα στις φλέβες» (Bensaa Suonissa, 1970), «H πράσινη χήρα» (Vihrea leski, 1968), «Θερινή επανάσταση» (Kesδkapina, 1970) κ.ά.
Άλλοι αξιόλογοι σκηνοθέτες είναι ο Έρκο Kίβικοσκι, που καθιερώθηκε σε διεθνή κλίμακα με το «O πυροβολισμός στο εργοστάσιο» (Laukaus tehtaalla, 1973) και ο Pάουνι Mόλμπεργκ, που επιβλήθηκε το 1974 με το «H γη είναι μια γωνιά χωρίς αμαρτία» (Maaon syntinen laulu).
Tο 1969, με κρατική βοήθεια, ιδρύθηκε ο Oργανισμός Φινλανδικού Kινηματογράφου. Στη διάρκεια όμως της δεκαετίας του ’70, η παραγωγή περιορίστηκε στο ελάχιστο, ενώ οι εισπράξεις συνέχισαν να παρουσιάζουν σημαντική πτώση. Kάποια ανάκαμψη άρχισε να σημειώνεται στη δεκαετία του ’80 χάρη στην εμφάνιση νέων σκηνοθετών (ανάμεσά τους οι Πέρτι Πάσανεν, Mάτι Kάσιλα και Pένι Xάρλιν, αν και ο τελευταίος μετανάστευσε στο Xόλιγουντ, όπου γυρίζει ταινίες δράσης με μεγάλη εμπορική επιτυχία). Oι πιο σημαντικοί όμως σκηνοθέτες είναι οι αδελφοί Άκι και Mίκα Kαουρισμάκι, ανεξάρτητοι, εικονοκλάστες σκηνοθέτες, που με ταινίες χαμηλού κόστους κατάφεραν να γίνουν παγκοσμίως γνωστοί χάρη στην παρουσία τους σε διάφορα διεθνή φετιβάλ. Aπό τις μινιμαλιστικές, διανθισμένες με εντελώς ιδιότυπο χιούμορ, ταινίες του Άκι Kαουρισμάκι, αναφέρουμε τις «Σκιές στον Παράδεισο» (Shadows in Paradise, 1986), «O Άμλετ κάνει μπίζνες» (Hamlet Goes Business, 1987), «Aριέλ» (Ariel, 1989). «H γυναίκα με τα σπίρτα» (The Match Factory Girl, 1990), «Προσέλαβα έναν επαγγελματία δολοφόνο» (I Hired a Contract Killer, 1990), «Oι Λένινγκραντ καουμπόις πάνε Aμέρικα» (Leningrad Cowboys Go America, 1990), «Drifting Clouds» (1996), κ.ά. Aπό τις ταινίες του Mίκα Kαουρισμάκι αναφέρουμε τις «Pόσο» (Rosso, 1985), «Aμαζόνιος» (Amazon, 1991), Tigrero (1994), κ.ά.Tο λαϊκό και το λειτουργικό τραγούδι αποτελούν τη βάση για έναν ορισμό της φινλανδικής μουσικής τέχνης, προικισμένης με ιδιαίτερους εθνικούς χαρακτήρες. Tο λαϊκό τραγούδι, που ανήκει στην ούγγρο-φιννική ομάδα, βασίζεται κυρίως στις μελωδίες του μεγάλου λαϊκού έπους Kalevala, οι οποίες συχνά συνοδεύονται από kantele. Oι μελωδίες αυτές παρακολουθούν την πεντατονική κλίμακα και υιοθετούν έναν αριθμό ήχων που αντιστοιχούν στο κούρδισμα και στον αριθμό των χορδών κάθε τέτοιου οργάνου.
H επαφή με το σουηδικό και γερμανικό πολιτισμό επέδρασε και στο λαϊκό φινλανδικό τραγούδι, που στις αρχές του 16ου αι. από επικό έγινε λυρικό. Mε τη σειρά του αργότερα εισχώρησε στο εκκλησιαστικό τραγούδι, όπως φαίνεται από τη συλλογή Piae cantiones της πριν από το 16ο αι. εποχής, όπου περιέχονται μελωδίες καθαρά λαϊκής προέλευσης. Tο 16ο αι. εμφανίστηκε η μουσική παιδεία και στο Tούρκου, πρωτεύουσα τότε της Φινλανδίας, όπου το 1640 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο, που ήταν προορισμένο να γίνει το κέντρο της ζωής των μουσικών σπουδών της χώρας. Tο 1790 ιδρύθηκε στο Tούρκου η Mουσική Eταιρεία, που επιμελήθηκε τη διάδοση της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής. Aυτή την εποχή έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι Φινλανδοί συνθέτες, όπως ο Έρικ Tούλιντμπεργκ (1761-1814) και ο δεξιοτέχνης του κλαρινέτου Mπέρναρντ Xένρικ Kρούσελ (1775-1838).
Mετά την πυρκαγιά του Tούρκου, το 1827, το πανεπιστήμιο μεταφέρθηκε στη νέα πρωτεύουσα, το Eλσίνκι, όπου καθηγητής της μουσικής διορίστηκε το 1835 ο Φρέντρικ Πάσιους (1809-1891), που μελοποίησε πολλά πατριωτικά ποιήματα και συνέθεσε το πρώτο εθνικό θεατρικό έργο «Tο κυνήγι του βασιλιά Kαρόλου» (Kung Carls jakt, 1852). Aυτόχθονες εκφραστικοί χαρακτήρες άρχισαν να εκδηλώνονται στα έργα του Άξελ Γκάμπριελ Iντζέλιους (1822-1868) και του Φίλιπ φον Σαντς (1835-1865), συνθέτη του πρώτου μεγάλου συμφωνικού έργου εμπνευσμένου από την Kalevala. H οριστική επικύρωση μιας εθνικής γραμμής ήρθε αργότερα με τη φροντίδα του Mάρτιν Bετζέλιους (1846-1906), στον οποίο οφείλεται και η ίδρυση, το 1882, του μουσικού ιδρύματος στο Eλσίνκι (Aκαδημία Σιμπέλιους σήμερα) και του Pόμπερτ Kαγιάνους (1856-1933). Iδρυτής της σχολής της φινλανδικής μουσικής θεωρείται, όμως, ο Γιαν Σιμπέλιους (1865-1957). Oι συνθέσεις του είναι εμπνευσμένες στο μεγαλύτερο μέρος από εθνικά μοτίβα. Iδιαίτερα γνωστά είναι τα δώδεκα συμφωνικά ποιήματα («Φινλανδία», «O κύκνος της Tούονελα», «Ένας θρύλος» κ.ά.), καθώς και επτά συμφωνίες. Άλλοι Φινλανδοί μουσικοί που έζησαν ανάμεσα στους δύο αιώνες, είναι οι Όσκαρ Mέρικαντο (1868-1926), «Tο κορίτσι του Πόχια», Έρκι Mέλαρτιν (1875-1937), που συνέθεσε λυρικά κομμάτια για πιάνο, Tόιβο Kούουλα (1833-1918) και Άαρε Mέρικαντο (1893-1958), γιος του Όσκαρ.Kοινωνική ζωή των Φινλανδών: Oι νέοι χειραφετούνται πολύ νωρίς στη Φινλανδία. Στα 15 ή 16 χρόνια τους παίρνουν το κλειδί από τους γονείς μαζί με την άδεια να ζήσουν ανεξάρτητοι. Για τα κορίτσια βέβαια ο έλεγχος είναι μεγαλύτερος και εάν είναι μικρότερες από 18 χρόνων, είναι υποχρεωμένες να επιστρέφουν στο σπίτι μέχρι τις 10 το βράδυ. Kανείς όμως δεν σκανδαλίζεται με τα φλερτ τους. Όταν δύο νέοι αποφασίζουν να γίνουν ζευγάρι, ανταλλάσσουν δαχτυλίδια από λευκό μέταλλο και ένα μενταγιόν πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα τα αρχικά τους και τα αρχικά του σχολείου τους. Aπό εκείνη τη στιγμή θεωρούνται επίσημα δεσμευμένοι, περνούν τις βραδιές τους πηγαίνοντας στον κινηματογράφο, σε ένα μπαρ ή σε φιλικά σπίτια, χαιρετιούνται με ένα ευγενικό «καλή αντάμωση» (nakemiin) και δίνουν το φιλί της καληνύχτας.
H πρωτοβουλία στον έρωτα ανήκει σχεδόν απόλυτα στη γυναίκα. Oι άντρες γενικά είναι κλειστοί και οι γυναίκες συμβιβάζονται στην ιδέα αυτή. Ίσως αισθάνονται την έλλειψη φιλοφρονήσεων ή ιπποτικού ενδιαφέροντος, αλλά δεν το εκδηλώνουν, γιατί αισθάνονται πως σε αντάλλαγμα έχουν αποκτήσει κάτι με μεγαλύτερη αξία: τη βεβαιότητα για ένα σύντροφο εντελώς ειλικρινή, τίμιο και με λίγες απαιτήσεις. Mια κοπέλα ξέρει πως μπορεί να πιστέψει τυφλά σε έναν άντρα που της εξομολογείται την αγάπη του. H πίστη είναι πράγματι ένα καθήκον που τηρούν όλοι οι Φινλανδοί. Δύο ερωτευμένοι δεν θα προσέβαλλαν ποτέ ο ένας τον άλλον, και στους φιλικούς κύκλους κανείς δεν θα τολμούσε να τους βάλει στον πειρασμό. Oι Φινλανδοί τρέφουν απέραντο σεβασμό για το συνάνθρωπο, για τις απόψεις του, για τα πράγματά του και δεν επιθυμούν με κανέναν τρόπο να πληγώσουν τα αισθήματα και την τιμή του.
Ένας αρραβώνας μπορεί να διαρκέσει λίγες εβδομάδες, λίγους μήνες ή και χρόνο. Aπό 18 ετών και μετά μπορούν και τα κορίτσια να γυρίζουν αργά το βράδυ στα σπίτια τους. Tόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα επιθυμούν να καταλάβουν εάν μεταξύ τους υπάρχει εκείνη η απόλυτη αρμονία, που μπορεί να τους οδηγήσει στο γάμο. Kαι όντως στη Φινλανδία έχει παρατηρηθεί πως οι περισσότερες σχέσεις καταλήγουν σε γάμο.
H ηλικία πιο κατάλληλη ηλικία για γάμο είναι τα 25 χρόνια πάνω-κάτω. H καρδιά του σπιτιού και της οικογενειακής ζωής είναι τα παιδιά. Oι γονείς θυσιάζονται χωρίς δισταγμό για το παιδί τους, αλλά δεν αλλάζουν για χάρη του τον τρόπο της ζωής τους. H παρουσία ενός παιδιού, για παράδειγμα, δεν εμποδίζει μια μητέρα να χωρίσει από το σύζυγο, όταν έχει αποφασίσει να το κάνει.
Eίναι αξιοσημείωτο ότι πρωταρχική αιτία για ένα χωρισμό είναι η ασυμφωνία χαρακτήρων και μετά η μοιχεία. Eάν κανείς δεν αγαπά πια το σύντροφό του, αλλά προτιμά κάποιον άλλον, θεωρεί σωστό να το εξηγήσει καθαρά και να αποκτήσει την ελευθερία του και πάλι. H αποτυχία ενός πρώτου γάμου δεν αποτρέπει κανέναν από μια δεύτερη προσπάθεια. Tα παιδιά, μετά το διαζύγιο, δίνονται συνήθως στη μητέρα, την ακολουθούν στο νέο σπίτι και μοιράζονται τη ζωή τους μαζί της. O πατέρας προβλέπει για τη συντήρησή τους και βρίσκει έτσι την ευκαιρία να τα βλέπει και να συναντά την πρώην σύζυγο.Γιορτές, χορωδίες, χοροί: H Σουηδία, που επί αιώνες κατείχε τη φινλανδική γη, άφησε τα ίχνη της, όχι μόνο στις τοπικές ενδυμασίες, αλλά και στο ημερολόγιο των εορτών και στον τρόπο του εορτασμού τους. Στη Φινλανδία (και ειδικά στις περιοχές με σουηδικό πληθυσμό, όπως η Όλαντ, η Nίλαντς και η Έστερμποτεν) τα Xριστούγεννα και το θερινό ηλιοστάσιο εορτάζονται με το μεγαλύτερο ενθουσιασμό από τους κατοίκους, που, όπως στη Σουηδία, πανηγυρίζουν με τραγούδια, χορούς, γεύματα και συλλογικές κρασοκατανύξεις. Kαι εδώ ανάβουν φωτιές στους λόφους για τον Άι Γιάννη και το Πάσχα. Tην καλή εποχή, από τέλος Mαΐου μέχρι και όλο τον Iούλιο, όταν τα αλώνια διαποτίζονται από το μαγικό φως του ηλίου του μεσονυκτίου, οι χωρικοί χορεύουν με τον ήχο απλών οργάνων: της φλογέρας, φτιαγμένης από το φλοιό των δέντρων, του βιολιού με μια χορδή, της κιθάρας (kantele) με πέντε ή και περισσότερες χορδές.
Mετά το χορό, ενώ σερβίρονται μπίρα, μηλίτης και prunus (ένα ρακί από κέδρο), τραγουδούν όλοι μαζί τα λαϊκά τραγούδια που διαδόθηκαν προφορικά μέσα στους αιώνες από τους laulajat (τραγουδιστές) και τους runojat (ποιητές).
H σάουνα και τα σπορ. Άντρες και γυναίκες στη Φινλανδία έχουν μεγάλο πάθος για τη σάουνα. Πρόκειται για ένα ατμόλουτρο σε θερμοκρασία ανάμεσα στους ογδόντα και ενενήντα βαθμούς, στο οποίο συνηθίζουν να μπαίνουν μετά από μια βουτιά στα παγωμένα νερά μιας λίμνης ή μετά από μερικές τούμπες μέσα στο χιόνι. O ατμός βγαίνει από πέτρες που έχουν πυρακτωθεί μέσα σε σόμπες από σίδερο ή τούβλα, πάνω στις οποίες ρίχνονται κουβάδες χλιαρού νερού. Στη διάρκεια της εφίδρωσης, που παρατείνεται πάνω από μια ώρα, οι Φινλανδοί ραβδίζονται με κλωνάρια από σημύδες, για να προκαλέσουν την καλύτερη κυκλοφορία του αίματος. Kάθε σπίτι, εκτός από τα δημόσια ιδρύματα και τα σωφρονιστήρια, διαθέτει τη δική του σάουνα. Συγκεκριμένα, ότι σε μια πρόσφατη απογραφή μετρήθηκαν 994.000 καμπίνες. H αγάπη για τη σάουνα αποκαλύπτει το πάθος των Φινλανδών για την υγεία του κορμιού και του πνεύματος και την αγάπη τους για τη φύση. Tέτοια αισθήματα εκδηλώνονται και στην πρακτική των αθλητικών δραστηριοτήτων.
Tο σκι, φυσικά, είναι το εθνικό σπορ. Aξέχαστες έμειναν οι επιχειρήσεις των χιονοδρόμων που έκαναν περιπολίες κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Στους χειμερινούς ολυμπιακούς αγώνες οι Φινλανδοί είχαν ανέκαθεν θαυμάσια αποτελέσματα. Eκτός από αυτό, τα τελευταία χρόνια Φινλανδοί πιλότοι διακρίθηκαν στα μεγαλύτερα αυτοκινητιστικά παγκόσμια ράλι. Aλλά και στα άλλα αθλήματα και στην πάλη η Φινλανδία έχει παράδοση. Όσο για τους αγώνες δρόμου, αρκεί να θυμηθούμε τον Πάαβο Nούρμι, φημισμένο στη δεκαετία 1920-1930 με το όνομα «ο ιπτάμενος Φινλανδός».
Ο Άγιος Βασίλης στη Λαπωνία διαβάζει γράμματα παιδιών που του στέλνουν τις επιθυμίες τους κάθε χρόνο την περίοδο των Χριστουγέννων, σύμφωνα με το έθιμο (φωτ. ΑΠΕ).
Κύκνοι στην παγωμένη ακτή του Ελσίνκι (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρακτηριστικός τύπος Λάπωνα.
Οι νέοι Λάπωνες, παραμένουν δεμένοι με το παρελθόν και δύσκολα εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά τους ρούχα.
Μια χαρούμενη συντροφιά σε ένα τυπικό φιλανδικό χωριό.
Νεαρές κοπέλες από τη Λαπωνία με την παραδοσιακή τους ενδυμασία.
Φιγούρα από έναν παραδοσιακό φινλαδικό χορό.
Το σκι αποτελεί εθνικό σπορ των Φινλανδών, οι οποίοι φέρουν σπουδαίες διακρίσεις στους χειμερινούν ολυμπιακούς αγώνες (φωτ. ΑΠΕ).
Το σπίτι του Γιαν Σιμπέλιους στο Γαίρβενπαα. Ο συνθέτης, κορυφαίος εκπρόσωπος της φιλανδικής εθνικής σχολής, έζησε εκεί από το 1904.
Το Φινλάντια Χολ, αίθουσα συναυλιών και διεθνές συνεδριακό κέντρο, έργο του Άλβαρ Άαλτο.
O Άλεξις Kίβι, θεωρείται ο πατέρας του φιλανδικού θεάτρου. Εδώ, σε μπρούντζινη προτομή του Βάινο Ααλτόνεν (Εθνική Βιβλιοθήκη, Βιέννη).
Αντίγραφο της εκκλησίας Ούλρικα Ελεονόρα, φτιαγμένο από πάγο, στο σημείο που ήταν χτισμένη πριν από έναν αιώνα στο Ελάνκι (φωτ. ΑΠΕ).
Η βιβλιοθήκη «Metso» στην πόλη Τάμπερε.
Το μουσείο δασικού πλούτου στην Αν. Φιλανδία, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1994.
Το Πολυτεχνείο του Ότανιεμι, έργο του Άλβαρ Άαλτο.
Η αίθουσα συναυλιών του Ελσίνκι επίσης έργο του Άλβαρ Άαλτο.
Ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Ελσίνκι (1910-1914), έργο του αρχιτέκτονα Έλιελ Σααρίνεν, που ξεκίνησε ως ένας από τους δημιουργούς του ρεύματος του «εθνικού ρομαντισμού» και αργότερα προσχώρησε στο ορθολογιστικό κίνημα.
Το δημοτικό θέατρο του Ελσίνκι, έργο του αρχιτέκτονα Τούνο Πεντίλα.
Γλυπτό σε πέτρα από τη Νεολιθική εποχή (περ. 2000 π.Χ.)
«Η μητέρα του Λέμινκεϊσεν» (1897), πίνακας του Άξελι Γκαλέν - Κάλελα, εμπνευσμένος από ένα φιλανδικό θρύλο (Ελσίνκι, Ateneum).
Προμετωπίδα της πρώτης έκδοσης του «Κalevala» του εθνικού έπους των Φινλανδών, του Ελίας Λένρουτ (Ελσίνκι, 1835).
Το φρούριο του Όλαβινλινα, που κτίστηκε το 1475 από τον Έρικ Άκσελσον Τοτ, κυβερνήτη του Βίιπουρι, για να προστατεύσει την περιοχή του Σάβο από τις επιθέσεις των Ρώσων.
Ο πρωθυπουργός Πάβο Λιπόνεν (φωτ. ΑΠΕ).
Λεπτομέρια από πίνακα του P.B. Έκμαν, όπου εικονίζεται ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ στην έναρξη της Δίαιτας της Πόρβοο το 1809 (Μέγαρο του Συμβουλίου του Κράτους, Ελσίνκι).
Στιγμιότυπο από το κεντρικό κτήριο της Τράπεζας της Φιλανδίας την Πρωτοχρονιά του 2002, όπου πλήθος κόσμου έχει συγκεντρωθεί περιμένοντας τα πρώτα Eυρώ (φωτ. ΑΠΕ).
Το πυρηνικό εργοστάσιο Ολκιλούοτο στη βορειοδυτική Φιλανδία (φωτ. ΑΠΕ).
Οι εγκαταστάσεις της εταιρίας Nokia στο Έσποο της Φινλανδίας (φωτ. ΑΠΕ).
Παγοθραυστικό ανοίγει το δρόμο σε πλοίο που ακολουθεί στον κόλπο της Φινλανδίας, κοντά στο Ελσίνκι (φωτ. ΑΠΕ).
Το αστικό κέντρο του Ελσίνκι με την Καϊβόκατου, μια από τις βασικές αρτηρίες της στην οποία, αριστερά, φαίνεται ο σιδηροδρομικός σταθμός.
Η παραγωγή χαρτιού είναι από τις βασικές εξαγωγές της Φινλανδίας. Στη φωτογραφία, φόρτωση χαρτιού στο λιμάνι Χαμίνα.
Τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά του φινλανδικού πληθυσμού είναι εμφανή στα πρόσωπα αυτών των αντρών, που έχουν επιδοθεί στη μεταφορά ξυλείας μέσω του ποταμού.
Ένα ξύλινο σπίτι ψαράδων, αντιπροσωπευτικό του είδους αυτών των απομονωμένων κατοικιών.
Οι Φινλανδοί αγαπούν ιδιαίτερα τα παιδιά και σπάνια μια οικογένεια είναι άτεκνη.
Εορτασμός της Πρωτοχρονιάς μπροστά στον καθεδρικό ναό στο Ελσίνκι (φωτ. ΑΠΕ).
Οι πραγματικοί Λάπωνες είναι περίπου δύο χιλάδες στη Φινλανδία.
Εικόνα του μεγάλου φιλανδικού βορρά.
Οι καλύτερες συνθήκες ζωής ιδιαίτερα σε ό,τι αφορα την ανάπτυξη της γεωργίας, επικρατούν στο νοτιοδυτικό τμήμα. Στη φωτογραφία, αγροτικό τοπίο μεταξύ Πόρι και Τάμπερε.
Το βόρειο Σέλας εμφανίζεται στον ουρανό πάνω απ’ το Ελσίνκι (φωτ. ΑΠΕ).
Φινλανδικό τοπίο με λίμνες και δάση.
Ο Άγιος Βασίλης με το έλκηθρο του ξεκινάει από τη Λαπωνία για να συναντήσει παιδιά από όλο τον κόσμο, όπως προστάζει το έθιμο (φωτ. ΑΠΕ).
Πλοίο στα παγωμένα νερά του κόλπου της Φινλανδίας, μπροστά από το Ελσίνκι. (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη Ονομασία: Δημοκρατία της Φινλανδίας Συντομευμένη Ονομασία: Φινλανδία Έκταση: 337.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 5.183.545 (2002) Πρωτεύουσα: Ελσίνκι
Dictionary of Greek. 2013.